Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Μια κλειστή μυστική διεθνής λέσχη ελέγχει και εποπτεύει την αχανή αγορά παραγώγων.

Την τρίτη Τετάρτη κάθε μήνα, γράφουν οι New York Times, τα εννιά μέλη μιας λέσχης ελίτ της Γουόλ Στριτ συναντώνται στη Νέα Υόρκη. Μοιράζονται έναν κοινό στόχο: την προστασία των συμφερόντων των μεγάλων τραπεζών στην αχανή αγορά παραγώγων, έναν από τους επικερδέστερους –και πλέον αμφιλεγόμενους– τομείς της χρηματοοικονομικής. Μοιράζονται, όμως, και ένα κοινό μυστικό: οι λεπτομέρειες των συναντήσεών τους είναι αυστηρά εμπιστευτικές. Οπως και οι ταυτότητές τους – παρότι κύκλοι προσκείμενοι στις δραστηριότητές τους γνωρίζουν τα ονόματα των μελών, μεταξύ των οποίων φέρονται και δυο Ελληνες: ο κ. Αθανάσιος Δίπλας της Deutsche Bank και ο κ. Πολ Μητροκώστας της Barclays.

Τα δύο υψηλόβαθμα τραπεζικά στελέχη, όπως και άλλα από τις τράπεζες UBS, Credit Suisse, JPMorgan Chase, Morgan Stanley, Bank of America, Citigroup και Goldman Sachs, είναι μέλη μιας πανίσχυρης επιτροπής εποπτείας των συναλλαγών σε παράγωγα, εργαλεία που χρησιμοποιούνται ως «ασπίδα» έναντι του κινδύνου. Θεωρητικά, είναι οι φύλακες της ακεραιότητας αυτής της αγοράς των τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Στην πράξη, υποστηρίζει η εφημερίδα, υπερασπίζονται και την κυριαρχία των μεγάλων τραπεζών.

Σύμφωνα με την εφημερίδα, οι εννέα μεγάλες τράπεζες που συμμετέχουν στην επιτροπή κινδύνου της ICE Trust, μιας νέας εταιρείας εκκαθάρισης συναλλαγών, έχουν δώσει αγώνα για να εμποδίσουν την είσοδο άλλων τραπεζών στην αγορά. Προσπαθούν επίσης να αποκρύψουν πληροφορίες για τιμές και προμήθειες που, θεωρητικά, θα έπρεπε να είναι προσβάσιμες σε όλους. Με μεγάλο κόστος για τις επιχειρήσεις, μεγάλες και μικρές. Οπως εκείνη του Νταν Σίνγκερ, που διανέμει πετρέλαιο θέρμανσης βόρεια της Νέας Υόρκης. Το φθινόπωρο, πολλοί από τους πελάτες του κ. Σίνγκερ αγόρασαν συμβόλαια αγοράς πετρελαίου θέρμανσης για τον χειμώνα σε τιμή περίπου 3 δολαρίων το γαλόνι, ή 79 σεντς το λίτρο. Παρότι η τιμή αυτή ήταν υψηλότερη από τα 2,80 δολάρια που κόστιζε τότε το γαλόνι, τα συμβόλαια θεωρητικά θα προστατεύσουν τα νοικοκυριά αν το δριμύ ψύχος ωθήσει στα ύψη τις τιμές αργότερα. Ο κ. Σίνγκερ αναρωτιέται, βέβαια, μήπως η εταιρεία του θα μπορούσε να επιτύχει κάτι καλύτερο. Ομως, δεν γνωρίζει πόσο χαμηλότερη θα μπορούσε να διαμορφωθεί η τιμή για τον ίδιο και τους πελάτες του, αφού οι τράπεζες δεν αποκαλύπτουν τις προμήθειες που εισπράττουν για τα παράγωγα.

Το κόστος τους παραμένει άγνωστο στον απλό κόσμο, παρά το γεγονός ότι το μέγεθος και η έκταση αυτής της αγοράς έχουν διογκωθεί με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τα συνταξιοδοτικά ταμεία χρησιμοποιούν σήμερα παράγωγα ως προστασία των επενδύσεών τους. Οι τοπικές κυβερνήσεις, για να περιορίσουν το κόστος δανεισμού. Οι αερομεταφορείς, για να εξασφαλίσουν σταθερές τιμές καυσίμων. Οι εταιρείες τροφίμων, για να «κλειδώσουν» τις τιμές πρώτων υλών όπως τα σιτηρά και το βοδινό κρέας.

Ωστόσο, οι μεγάλες τράπεζες επηρεάζουν τους κανόνες που διέπουν τα παράγωγα. Τελευταίος «στόχος» τους, εταιρείες εκκαθάρισης όπως η ICE Trust, που σύμφωνα με τον νόμο Ντοντ-Φρανκ για τη μεταρρύθμιση της αγοράς παραγώγων, είναι υπεύθυνα για τις σχετικές συναλλαγές. Το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ διεξάγει έρευνα στην αγορά παραγώγων για «την πιθανότητα πρακτικών αντίθετων στον ανταγωνισμό», κάτι που οι εκπρόσωποι των εννέα τραπεζών αρνούνται να σχολιάσουν.

Αγνωστα τα κέρδη
Ισως καμιά δραστηριότητα στην τραπεζική βιομηχανία δεν είναι σήμερα τόσο κερδοφόρα όσο τα παράγωγα, υποστηρίζει το άρθρο: «Λεπτομέρειες δεν είναι γνωστές, όμως υπάρχουν ανέκδοτα στοιχεία για τα κέρδη των τραπεζών από τη δραστηριότητα αυτή. Πρώην χρηματιστές αποκαλύπτουν ότι τα κέρδη είθισται να κινούνται σε επίπεδα 25.000 δολαρίων για παροχή ασφάλισης 25 εκατ. δολαρίων έναντι του κινδύνου πτώχευσης μιας επιχείρησης. Τα κέρδη είναι ύψους εκατομμυρίων δολαρίων καθημερινά, και τα περίφημα CDS είναι μόλις ένα από τα πολλά είδη παραγώγων». Βάσει του νόμου Ντοντ-Φρανκ, οι εταιρείες εκκαθάρισης ανέλαβαν ευρείες αρμοδιότητες, μεταξύ των οποίων και τη δημιουργία επιτροπών κινδύνου, που αποφασίζουν τις χρεώσεις για τις εκκαθαρίσεις, επιπλέον των προμηθειών που λαμβάνουν οι τράπεζες για το «ταίριασμα» αγοραστών και πωλητών, καθώς και πόσα χρήματα πρέπει να τοποθετούν οι πελάτες ως εγγύηση. Οι τράπεζες, που άσκησαν σφοδρότατες πιέσεις για να περιορίσουν τον έλεγχο στα παράγωγα, θα ήθελαν να εξαιρέσουν την εκκαθάριση κάποιων συναλλαγών από αυτές τις εταιρείες, διότι ελαχιστοποιεί τα κέρδη τους. Ομως, όπως καταλήγει το άρθρο, «στην ουσία οι τράπεζες δεν είναι καλές στην αυτορρύθμιση. Δεν είναι ειδικές σε αυτήν, δεν είναι το πρωταρχικό που τις ενδιαφέρει».