Oντως, ποτέ (ή σχεδόν ποτέ) δεν είχα εμπιστοσύνη στις κεντρικές τράπεζες. Aλλά τώρα –με εξαίρεση ορισμένες εγχώριες πένες, που αναπαράγουν τα επιχειρήματα ξένων εφημερίδων του ισχυρού διεθνούς κατεστημένου– η κρίση εμπιστοσύνης αποτελεί κοινό τόπο. Φανταστείτε το μέγεθος της αποτυχίας, όταν ήδη έχουν παρέλθει τρία χρόνια κρίσης του τραπεζικού συστήματος, και οι τραπεζίτες της ΕΚΤ εξακολουθούν και ρίχνουν «τζάμπα» χρήμα στις τράπεζες.
Η προχθεσινή ομόφωνη απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να επεκτείνει τον πακτωλό χρήματος που ρίχνει, μέσω δημοπρασιών, στις εμπορικές τράπεζες, είναι ανησυχητική. Η ένστασή μου είναι ότι το χρήμα αυτό θα πρέπει να το ρίξει κατ’ ευθείαν στην πραγματική οικονομία. Tο πώς θα εξελιχθεί η ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών καθώς η κρίση επιδρά αρνητικά στο κόστος δανεισμού και στην καθαρή θέση των τραπεζών, είναι μείζον πρόβλημα που εντάθηκε με τις πρόσφατες μαζικές εκροές των καταθέσεων. Εκτός αυτού οι τράπεζες δυσκολεύονται να αντλήσουν ρευστότητα από τη διεθνή αγορά, αφού η πιστοληπτική τους ικανότητα περιορίζεται από τη μηδενική πιστοληπτική ικανότητα του ελληνικού Δημοσίου.
Ο πακτωλός αυτός της συνεχούς ρευστότητας αγνοήθηκε μ’ έναν επικίνδυνο κυνισμό. Η αγορά... δεν κούνησε ματόκλαδο: οι ανάγκες της για να αποφευχθεί η ολική έκρηξη είναι πολύ μεγαλύτερες. Και αυτό αναδεικνύει την αποτυχία των κεντρικών τραπεζιτών. Ο ρόλος τους –ο παραδοσιακός τους ρόλος– είναι του «τελευταίου δανειστή» (lender of last resort), και αυτός έχει ξεφτίσει. Τα τελευταία χρόνια, όμως, ανέλαβαν την ευθύνη να ελέγχουν τον πληθωρισμό και σε ορισμένες περιπτώσεις να προωθούν και την ανάπτυξη. Η αγορά φρόντιζε για τη ρευστότητα. Η προσφυγή του τραπεζικού συστήματος στην κεντρική τράπεζα ήταν κυρίως για τεχνικούς λόγους εξομάλυνσης των ροών κεφαλαίων. Αλλά χωρίς να εξουσιοδοτηθούν από τους λαούς, παρά μόνο από τους κυβερνώντες, ανέλαβαν δυστυχώς να σώσουν το σύστημα. Από τι όμως; Η απάντηση είναι απλή: από τις δικές του υπερβολές και αβλεψίες και από τη δική τους αμετροέπεια και λαιμαργία. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με μονότονη συχνότητα. Πρώτα ήταν τα κρατικά δάνεια. Εύκολα ξεχάσαμε, π. χ., τον υπερδανεισμό της Βραζιλίας στη δεκαετία του 1980, που κόντεψε να γκρεμίσει τη Citibank. Χρειάστηκε κρατική παρέμβαση σε επίπεδο κεντρικών τραπεζών και διεθνών οργανισμών (IMF και World Bank) για να σωθεί το σύστημα.
Δεύτερο κρούσμα τα junk bonds του Milken και τα leveraged buyouts της KKR (θυμάστε την εξαγορά της Nabisco για 22 δισ. δολάρια;), όταν οι επενδυτές μαζεύονταν κάθε μήνα για να γιορτάσουν τις υπερβολές τους. Η κατάληξη ήταν η κρίση του 1987. Ακολούθησε η φούσκα των μετοχών της Νέας Οικονομίας και του NASDAQ, που παρέσυρε το σύνολο των εταιρειών υψηλής τεχνολογίας ανά τον κόσμο. Κατάληξη γι’ αυτό η κρίση του 2000. Παρεξηγώντας και παρερμηνεύοντας τον παραδοσιακό τους ρόλο –που η αγορά θυμάται όταν έχει ανάγκη και όταν φοβάται– οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναλάβει να σώσουν και πάλι το σύστημα των υπερβολών και της κοινωνικής αναλγησίας.
Αμείλικτο προβάλλει το ερώτημα: μέχρι πότε θα σώζουν αυτούς ακριβώς που αναίσχυντα εκμεταλλεύονται το σύστημα εις βάρος των φορολογουμένων, γνωρίζοντας ότι πάντα υπάρχει... σωσίβιο; Δεν θα πρέπει κάποτε μερικοί να πληρώσουν για τα λάθη τους;
Αντί οι τραπεζίτες της ΕΚΤ να προσπαθούν συνεχώς να εφευρίσκουν τρόπους για να αυξάνουν τη ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα, τουλάχιστον θα πρέπει να επιλέγουν λύσεις που ωφελούν την πραγματική οικονομία. Διαφορετικά είναι περιττοί...
Το Eurogroup (δηλαδή οι 16 υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης), αφού ενέκρινε το δάνειο των 85 δισ. στην Ιρλανδία, στην προσπάθειά του να πείσει τις αγορές, αποφάσισε τη διενέργεια νέων stress tests (τεστ αντοχής) στις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτά που δημοσιεύτηκαν στο τέλος Ιουλίου, θεωρούνται αναξιόπιστα, δεδομένου ότι –βάσει σχετικής ανάλυσης– υποεκτίμησαν την πραγματική έκθεση των τραπεζών σε κρατικά ομόλογα υψηλού ρίσκου. Επίσης, ένα από τα βασικά σημεία κριτικής των τεστ ήταν ότι δεν συμπεριλήφθηκε το ακραίο σενάριο μιας εθνικής χρεοκοπίας.
Οι δραματικές εξελίξεις στην Ιρλανδία κλόνισαν ακόμη περισσότερο την αξιοπιστία των stress tests αφού οι ιρλανδικές τράπεζες τα πέρασαν επιτυχώς! Μόνο επτά τράπεζες της Ε. Ε. απέτυχαν στα τεστ αντοχής. Αναφερόμαστε, ειδικότερα, στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος, τη γερμανική Hypo Real Estate και πέντε τράπεζες στεγαστικού ταμιευτηρίου της Ισπανίας.
Εγινε τεράστιο θέμα προ αρκετών μηνών, όταν η Μπάρμπαρα Μάθιους, πρώην διπλωματική ακόλουθος των ΗΠΑ στην Ε. Ε., δήλωσε ότι το περίπλοκο ρυθμιστικό πλαίσιο που διέπει την Ευρώπη, οι στενότεροι δεσμοί μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων και το «ειδικό βάρος» των τραπεζών εντός του χρηματοπιστωτικού συστήματος καθιστούν αναξιόπιστη κάθε προσπάθεια.