Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2010

Πώς θα διασωθεί η ρευστότητα ελληνικών τραπεζών

Πώς θα διασωθεί η ρευστότητα ελληνικών τραπεζών

Όλες οι κατηγορίες των Ελλήνων δανειζομένων σήμερα προσπαθούν να βρουν ρευστότητα για να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες οικονομικές τους ευθύνες. Τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα εφαρμόζουν αυστηρότερα κριτήρια δανεισμού, ενώ ακόμα και στις περιπτώσεις όπου δανείζουν το κόστος για τους πελάτες τους θεωρείται υψηλό.
Οι τράπεζες δικαιολογούν τη στάση τους επικαλούμενες τον φόβο τους για μελλοντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων στο χαρτοφυλάκιό τους και αντιμετωπίζουν δυσκολία στο να συγκεντρώσουν ρευστότητα με χαμηλό κόστος για τις ίδιες, λόγω της δυσπιστίας που δείχνουν οι διεθνείς αγορές έναντι της Ελλάδας.
Mε τις καταθέσεις να είναι σταθερές ή σε πτωτική τροχιά, οι τράπεζες πρέπει να δραστηριοποιηθούν για να τονώσουν τη ρευστότητα. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα 19 ελληνικών εμπορικών τραπεζικών ομίλων, οι πελατειακές καταθέσεις μειώθηκαν κατά 15,9 δισ. ευρώ από τον Ιούνιο του 2009 έως τον Ιούνιο του 2010. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης έλαβε χώρα στο πρώτο μισό του 2010.
Φυσικά οι ελληνικές τράπεζες είχαν την ικανότητα να συγκεντρώνουν φθηνά ρευστότητα πριν από τη σημαντική υποβάθμιση του ελληνικού κρατικού χρέους (η οποία πραγματοποιήθηκε εντός του 2010) αλλά και κατά τη διάρκεια του 2009, μέσω του προγράμματος repos της ΕΚΤ. Ωστόσο, αν το συγκεκριμένο πρόγραμμα παρατάθηκε έως το 2011 (παρότι με σημαντικά μεγαλύτερο κόστος), από τις ελληνικές τράπεζες ζητήθηκε να εξοφλήσουν με χρεολύσιο ή να χρηματοδοτήσουν ένα μεγάλο μέρος των συνολικών οφειλών τους προς την ΕΚΤ -περίπου 96 εκατ. ευρώ- εντός του 2010. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες πιέζονται να επιστρέψουν έως τα μέσα της επόμενης χρονιάς την ενίσχυση που έλαβαν από το ελληνικό δημόσιο κατά την κορύφωση της πιστωτικής κρίσης το 2008 και στις αρχές του 2009, η οποία συνολικά ανέρχεται σε 28 δισ. ευρώ.
Επιπρόσθετα, τα υψηλά spreads ανάμεσα στα ελληνικά και στα γερμανικά ομόλογα έχουν μεγάλη επίπτωση στο κόστος της εξυπηρέτησης και της αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους. Οι ελληνικές τράπεζες δανείζονται κεφάλαια με υψηλότερο κόστος σε σύγκριση με το Δημόσιο και μεταφέρουν το μεγαλύτερο κόστος του δανεισμού σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Πρέπει ακόμη να αναφερθεί ότι στις ελληνικές τράπεζες ανήκει περίπου το 20% της συνολικής αξίας των εν κυκλοφορία ελληνικών ομολόγων. Αυτό έχει αρνητική επίδραση στην αξιολόγηση των ελληνικών ιδρυμάτων, γεγονός που επιδεινώνεται από τη συρρίκνωση της ποιότητας ενεργητικού, που με τη σειρά της είναι απόρροια της ύφεσης.
Εξάλλου, η υποβάθμιση του ελληνικού κρατικού χρέους μπορεί να επηρεάσει ακόμη και την αξιολόγηση της τιτλοποίησης και των εκδόσεων καλυμμένων ομολόγων.

Ανοιχτοί για δουλειές
Σε περιόδους οικονομικής κρίσης, ο πιστωτικός κίνδυνος αυξάνει και τα πιστωτικά ιδρύματα απαγορεύουν, κατ' αρχάς, την πιστωτική ανάπτυξη και αυτό επιτείνει την κρίση. Οι ελληνικές τράπεζες πρέπει να αποτιμήσουν πλήρως τον κίνδυνο που είναι συνυφασμένος με τις νέες αιτήσεις για δάνεια, αλλά με τρόπο ώστε να μην ασκούν υπερβολική πίεση στις αγορές. Αντί να απορρίπτουν όλες τις αιτήσεις που δεν μοιάζουν ελκυστικές με την πρώτη ματιά, λόγω της εφαρμογής αυστηρότερων κριτηρίων, θα μπορούσαν να καταβάλουν ένα ποσοστό των δανείων που ζητούνται με υψηλότερο επιτόκιο ανάλογα με το επίπεδο κινδύνου του δανειστή και πιθανότατα με μεγαλύτερη περίοδο ωρίμανσης.
Το ποσοστό των αναχρηματοδοτούμενων δανείων, που θα μπορούσαν πιθανόν να χαρακτηριστούν επισφαλή λόγω της αδύναμης οικονομικής δραστηριότητας που αναμένεται, θα μπορούσε επίσης να αυξηθεί. Επιπρόσθετα, οι τράπεζες θα μπορούσαν να τροποποιήσουν τους όρους παλαιότερων δανείων για να ανακουφίσουν τους δανειζομένους, αφενός βοηθώντας τους πελάτες τους να θωρακιστούν έναντι της ύφεσης, που περιορίζει δραματικά τα εισόδηματά τους, και αφετέρου αποφεύγοντας να καταχωρίσουν δάνεια ως μη εξυπηρετούμενα.
Λόγω της συρρίκνωσης του μακροοικονομικού περιβάλλοντος και του περιορισμού της πρόσβασης στις αγορές, οι εξαγορές και οι συγχωνεύσεις αποτελούν ένα ακόμη πολύτιμο εργαλείο για τους τραπεζικούς ομίλους. Μπορούν να συνεισφέρουν στη σταθεροποίηση του χρηματοοικονομικού συστήματος, στην ενδυνάμωση της ρευστότητας και στη θετική αλλαγή του επενδυτικού κλίματος - όλα αυτά θα συμβάλουν στο εκ νέου άνοιγμα των διατραπεζικών αγορών. Στην περίπτωση μάλιστα της Ελλάδας, είναι πιθανόν να επιτευχθούν σημαντικές οικονομίες κλίμακας.
Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι τα δίκτυα λιανικής τραπεζικής των ελληνικών τραπεζών εμφανίζουν γεωγραφικές επικαλύψεις. Αυτό σημαίνει πως μια πιθανή συγχώνευση θα περιορίσει δραστικά τα κόστη. Εναλλακτικά, η επανατοποθέτηση του υπερβάλλοντος δικτύου σε περιοχές της Ελλάδας, όπου οι τυχόν συγχωνευόμενοι όμιλοι δεν έχουν καθόλου παρουσία, θα βοηθήσει την περαιτέρω επέκτασή τους.
Συνεπώς, οι τράπεζες θα μπορούσαν να αποφύγουν τη μείωση προσωπικού- ειδικά σε αυτές τις τόσο κρίσιμες ώρες για την ελληνική αγορά εργασίας.
Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, με το να καταφέρουν την απαιτούμενη σταθερότητα αλλά και με το να εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ρευστότητα, οι τράπεζες θα μπορούν να αυξήσουν και τα κεφάλαιά τους - αυτό θα βοηθήσει να αποφευχθεί η προσφυγή στο δίχτυ ασφαλείας του Ταμείου Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας του ΔΝΤ.
Έτσι, οι αυξήσεις κεφαλαίου και η δραστηριότητα εξαγορών και συγχωνεύσεων φαίνονται αναπόφευκτες για τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα την ερχόμενη περίοδο - ειδικά για όσα από αυτά έλαβαν χαμηλή αξιολόγηση στα πρόσφατα stress tests που διενήργησε η Ε.Ε.