Αρθρο 99: τους πιστωτές ποιος τους προστατεύει;
Η αθρόα προσφυγή των επιχειρήσεων στο άρθρο 99 του πτωχευτικού κώδικα, γεγονός που αποτυπώνει βεβαίως την κακή οικονομική συγκυρία και την αγωνιώδη προσπάθεια για διάσωση, δημιουργεί αφ’ ενός μεν συμπάθεια για τη δυστυχία του επιχειρηματία , αφ’ ετέρου όμως ευρύτερες έννομες συνέπειες και συγκρούσεις συμφερόντων. Η ατυχία ή ίσως αμέλεια ή ακόμα και δολιότητα του προσφεύγοντος επηρεάζει τις τράπεζες και τον επιμελή, προνοητικό, έντιμο και ικανό επιχειρηματία που συνεργάστηκαν μαζί του και των οποίων η ατυχία έγκειται μόνο στο γεγονός ότι συνεργάστηκαν με τον «ατυχήσαντα».
Οταν δε ο "ατυχήσας" επιχειρηματίας προσφεύγοντας σε νόμιμες διαδικασίες όπως το άρθρο 99 κατορθώνει να επιβιώνει επαγγελματικά ή έστω να κερδίζει χρόνο μετακυλίοντας τα προβλήματα στους άλλους, τότε το αίσθημα αδικίας παρουσιάζεται έντονο.
Αναρωτιέται κανείς πώς από το δικαίωμα του δανειστή στη θανάτωση ή «την πώληση πέραν του Τίβερη» του οφειλέτη του, που προέβλεπε το ρωμαϊκό δίκαιο, ή από τις μέχρι την εισαγωγή του νέου πτωχευτικού κώδικα ισχύουσες ηθικές μειώσεις, όπως η απαγόρευση ασκήσεως δημοσίου λειτουργήματος π. χ. του επιτρόπου, κηδεμόνα, ενόρκου, δημοσίου ή δημοτικού ή κοινοτικού υπαλλήλου, ή από την απαγόρευση ασκήσεως εμπορίας ή από τη στέρηση του δικαιώματος εκλέγειν και εκλέγεσθαι, φτάσαμε στο σημείο να καταργήσουμε σχεδόν όλες τις προσωπικές κυρώσεις κατά του οφειλέτη και μάλιστα να του παρέχουμε ασυλία ώστε να ανταγωνίζεται υγιείς επιχειρήσεις. Τα πράγματα φαίνονται έτσι σε πρώτη ανάγνωση, όμως δεν είναι ακριβώς έτσι.
Εάν δεν υπήρχε αυτή η νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 99, δηλαδή η διαδικασία συνδιαλλαγής - εξυγίανσης, τότε η πτώχευση του πελάτη θα ήταν άμεση και οι συνέπειές της πιθανότατα χειρότερες από αυτές που δημιουργεί η «συνδιαλλαγή». Αλλωστε τα προβλήματα και το ατελέσφορο της πτωχευτικής διαδικασίας οδήγησαν τους νομοθέτες από τη δεκαετία του 1960 σε θέσπιση διαδικασιών εξυγίανσης επιχειρήσεων, με πρωτοπόρο τη Γαλλία. Αλλά και άλλες χώρες όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελβετία περιέλαβαν στο δίκαιό τους διατάξεις για την εξυγίανση επιχειρήσεων, ενώ η Αμερική με τις διαδικασίες του chapter 11 αντιμετώπισε με τον πιο επιτυχή και οργανωμένο τρόπο το θέμα.
Ωστόσο το θέμα προστασίας των πιστωτών παραμένει. Τι πρέπει να κάνει ο πιστωτής για να προφυλαχθεί; Πέρα από την αυτονόητη απάντηση ότι οφείλει να ελέγχει με σοβαρότητα -και με τη χρήση όλων των πηγών πληροφόρησης, που πράγματι στη διαδικτυακή εποχή είναι σημαντικές- τη φερεγγυότητα του πελάτη του, πρέπει να κάνει και τα εξής:
Να παρακολουθεί διά του νομικού του συμβούλου τις υποβολές στο Πρωτοδικείο αιτήσεων για την υπαγωγή στη διαδικασία συνδιαλλαγής (άραγε πρέπει να αναζητεί σε όλα τα Πρωτοδικεία της χώρας?). Η έγκαιρη ενημέρωση είναι πραγματικός χρυσός (ίσως όμως έχει τεράστιο κόστος), αφού έτσι του δίνεται η δυνατότητα παρεμβάσεως την οποία διαφορετικά δεν έχει, δεδομένου ότι η διαδικασία αυτή δεν προβλέπει την έτσι και αλλιώς αδύνατη, εν όψει της πληθώρας των πιστωτών, ειδοποίηση του κάθε πιστωτή.
Η παρέμβασή του στο δικαστήριο θα επισημάνει τα κενά, θα αποκαλύψει τις συγκαλύψεις, θα εξαλείψει τις ωραιοποιήσεις, θα δώσει στο δικαστήριο την ολοκληρωμένη εικόνα, θα ακουστεί η άλλη πλευρά. Τώρα, στο ερώτημα εάν αυτή η παρέμβαση συμφέρει τον συγκεκριμένο πιστωτή ο οποίος με δαπάνες του θα κάνει τον εισαγγελέα, για την προστασία όχι μόνο του εαυτού του αλλά πάντων, υπάρχει απάντηση. Ο ίδιος θα το κρίνει πρωτίστως και πάντως η αξιοποίηση αυτής της παρέμβασης συχνά έχει χαρακτήρα ατομικό.
Ομως και μετά το πρώτο στάδιο της διαδικασίας, δηλαδή αφού λάβει ο προσφεύγων την όποια προσωρινή προστασία από το δικαστήριο, η παρέμβαση του δανειστή στο δικαστήριο, που θα κρίνει αν δικαιούται να αρχίσει με δικαστική εντολή τις προσπάθειες για σύναψη συμφωνίας, μπορεί να είναι καταλυτική.
Ο νέος αυτός νόμος, παρά την πρόσφατη τροποποίησή του και τις εποικοδομητικές προτάσεις του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών, συνεχίζει να έχει πολλά κενά αλλά και λεπτομέρειες τόσο ουσιαστικές, που τελικά καθορίζουν την υπαγωγή ή μη. Είναι λοιπόν ερευνητέα τα εξής:
1. το επιχειρηματικό σχέδιο διάσωσης που υποχρεούται να υποβάλει η υπό υπαγωγή επιχείρηση είναι ρεαλιστικό ή μήπως πρόκειται για ευχολόγιο χωρίς δυνατότητα υλοποίησης;
2. ποια είναι η διάρκεια της συμφωνίας,
3. ποιος ο χρόνος της προστασίας και πότε αρχίζει να μετράει,
4. ποιοι καλύπτονται από την προστασία,
5. τι γίνεται με τους εγγυητές,
6. τι με τους εταίρους,
7. τι γίνεται αν μεταβιβαστεί η επιχείρηση ή τμήμα αυτής σε τρίτον ή έστω σε δανειστή ή σε νέο επενδυτή, ποιος ευθύνεται, ο δανειστής που θα μετοχοποιήσει απαιτήσεις του και θα γίνει εταίρος στην προβληματική ευθύνεται ως διάδοχος ή όχι,
8. πώς πρέπει να είναι η συμφωνία για να είναι σύννομη,
9. είναι βιώσιμη η επιχείρηση ή μήπως είναι ήδη σε κατάσταση παύσης πληρωμών οπότε δεν δικαιούται προστασία.
10. Ακόμα, αν οι μη συμφωνούντες πιστωτές μπορούν να εξοφληθούν στον χρόνο που προβλέπει ο νόμος,
11. αν μπορεί να εγγραφεί προσημείωση κατά τη διάρκεια της προσωρινής προστασίας και άλλα πολλά.
Αυτά τα κενά και άλλα αξιοποιεί μια επιχείρηση που δολίως θέλει να υπαχθεί στο άρθρο 99 εις βάρος των πιστωτών της. Υπήρξαν περιπτώσεις που εταιρείες κολοσσοί, με χιλιάδες πιστωτές, εμφανίσθηκαν στο δικαστήριο και μάλιστα, τόσο στη λήψη προσωρινής προστασίας όσο και στην κύρια (εκουσία) διαδικασία, χωρίς να βρεθεί ένας πιστωτής να αντιλέξει, και αυτό, όχι γιατί όλα ήταν άγια. Προφανώς οι επιμελείς είχαν κάνει τις προσωπικές τους συμφωνίες πρωτύτερα, ενώ οι αμελείς εσύρθησαν ως πρόβατα επί σφαγήν.
Αν μια προσπάθεια υπαγωγής είναι έντιμη, είναι πράγματι προστασία και για τον δανειστή (έστω για ένα μέρος της απαίτησής του), αν όμως δεν είναι, η προστασία του δανειστή έγκειται στη γνώση και επιμέλειά του. Δηλαδή η προστασία του είναι στα χέρια του.