Τα μυστικά της αγοράς των ομολόγων. Ολα όσα πρέπει να γνωρίζουν οι υποψήφιοι επενδυτές που σχεδιάζουν να αγοράσουν τίτλους του ελληνικού Δημοσίου
Μήπως ήρθε η ώρα να αγοράσουμε ελληνικά ομόλογα; Η ερώτηση προκύπτει εύλογα από τη μεγάλη πτώση των τιμών των ελληνικών ομολόγων που έχουν εκτινάξει στα ύψη τις αποδόσεις και τα spread. Η απάντηση, όμως, είναι περίπλοκη. Οι χαμηλές τιμές υπονοούν επενδυτικές ευκαιρίες, αλλά και κινδύνους. Ο συνδυασμός αυτός υπόσχεται υψηλές αποδόσεις σε όποιον αναλάβει το ρίσκο να αγοράσει ομόλογα σε χαμηλές τιμές.
Τι απαντούν ελληνικές και ξένες τράπεζες, όταν ερωτώνται να αναλύσουν τις ευκαιρίες αλλά και τους κινδύνους που έχουν τα ελληνικά ομόλογα για όποιον αποφασίσει να τα αγοράσει σήμερα? Οι απόψεις συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι οι τιμές και οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων είναι ελκυστικές, λόγω κινδύνων που σχετίζονται κυρίως με τη δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Οι κίνδυνοι αυτοί μειώνονται στα ομόλογα με μεγαλύτερη διάρκεια. Για τον λόγο αυτό, άλλωστε, οι αποδόσεις και τα spread των 2ετών ομολόγων βρίσκονται σε υψηλότερα επίπεδα από ό,τι των 10ετών ή των 30ετών ομολόγων.
Διαφορετικές απόψεις.
Ωστόσο, οι απόψεις διαφέρουν σε ό,τι αφορά τις πιθανότητες των κινδύνων, όπως είναι η πτώχευση, η αναδιάρθρωση του χρέους κ.λπ. Γενικά, οι ξένοι αναλυτές θεωρούν ότι οι κίνδυνοι αυτοί είναι υψηλότεροι για τα επόμενα 2 έως 5 χρόνια, ενώ οι ελληνικές τράπεζες και οι Ελληνες αξιωματούχοι αποκλείουν την πτώχευση και την αναδιάρθρωση. Πώς, όμως, όλα αυτά «τιμολογούνται» στην αγορά ομολόγων και πώς μπορούν να βοηθήσουν έναν επενδυτή να αποφασίσει αν θα αγοράσει ή όχι ελληνικά ομόλογα;
Ισως, θα ήταν χρήσιμο να δούμε πώς λειτουργεί η αγορά ομολόγων. Το κράτος εκδίδει τίτλους («χαρτιά») για να δανειστεί χρήματα από τους επενδυτές. Τους δίνει χαρτιά και παίρνει χρήματα. Ως αντάλλαγμα, τους προσφέρει ένα επιτόκιο και την υπόσχεση ότι στη λήξη του ομολόγου (π.χ. σε 10 χρόνια) θα τους επιστρέψει και το κεφάλαιο. Το επιτόκιο αυτό αποκαλείται «κουπόνι». Επειδή το κράτος δανείζεται συγκεκριμένο ποσό χρημάτων, τα ομόλογα έχουν μία τιμή. Κατά την έκδοση του ομολόγου η τιμή βρίσκεται στις 100 μονάδες βάσης (ονομαστική τιμή). Αυτό σημαίνει για παράδειγμα ότι ένα ομόλογο αξίζει 100 ευρώ, τα δύο ομόλογα 200 ευρώ κ.ο.κ. Στη λήξη η τιμή του ομολόγου επιστρέφει πάντα στην ονομαστική τιμή, δηλαδή στο 100. Στο ενδιάμεσο διάστημα η τιμή ανεβαίνει και κατεβαίνει, όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μετοχές στο Χρηματιστήριο. Οταν για παράδειγμα προκύπτει μία αρνητική εξέλιξη για την ελληνική οικονομία και οι επενδυτές πωλούν ομόλογα, τότε η τιμή πέφτει. Ο συνδυασμός της τιμής και του «κουπονιού» αποτελεί την απόδοση του ομολόγου. Εστω, ότι η τιμή του ομολόγου πέσει στις 80 μονάδες βάσης και έχει κουπόνι 5%. Οποιος το αγοράσει θα δώσει 80 ευρώ και στη λήξη του θα πάρει 100 ευρώ συν 5% ετήσια απόδοση. Δηλαδή η απόδοση θα είναι πάνω από 25%, αν η λήξη ήταν σε ένα έτος. Αν η λήξη ήταν σε δύο χρόνια, τότε η απόδοση θα προσαρμοζόταν ανάλογα και θα έπεφτε γύρω στο 12%. Αν η απόδοση του αντίστοιχου γερμανικού ομολόγου είναι 3%, τότε το spread, δηλαδή η διαφορά απόδοσης, θα είναι 9 ποσοστιαίες μονάδες ή 900 μονάδες βάσης. To spread δείχνει πόσο πιο επικίνδυνο είναι το ελληνικό ομόλογο από το αντίστοιχο γερμανικό. Οσο υψηλότερο το spread, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος. Οι αγορές κυρίως παρακολουθούν το spread μεταξύ των 10ετών ομολόγων.
Ετσι, λοιπόν, την Πέμπτη το πρωί η τιμή των 10ετών ελληνικών ομολόγων ήταν στις 690 μονάδες βάσης με κουπόνι 6,25%. Αυτό σημαίνει ετήσια απόδοση 11,70%. Η αντίστοιχη απόδοση του γερμανικού ομολόγου ήταν 2,3%. Αρα το spread ήταν 9,4 ποσοστιαίες μονάδες ή 940 μονάδες βάσης.
Κάποιος επενδυτής μπορεί να ασφαλίσει τον κίνδυνο αγοράζοντας τα λεγόμενα CDS (credit default swaps). Αυτά μετρώνται σε μονάδες βάσης και αφορούν κυρίως κάλυψη κινδύνου για ομόλογα με διάρκεια 5 έτη μέχρι τη λήξη τους. Το ασφάλιστρο πληρώνεται σε δολάρια και υπολογίζεται για κάθε 10.000 δολάρια επένδυσης σε ομόλογα.