Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

«Οι επενδυτές δεν διδάχθηκαν τίποτα από την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008»



Ο 68χρονος Lou Harvey είναι οικονομικός αναλυτής και ιδρυτής της εταιρίας Dalbar, η οποία αξιολογεί επενδυτικές εταιρίες και κεφάλαια βάσει της απόδοσης που προσφέρουν στους πελάτες τους και της ποιότητας τόσο των προϊόντων που παρέχουν όσο και των υπηρεσιών. Πριν από 20 χρόνια τάραξε τον κλάδο των αμοιβαίων κεφαλαίων αποκαλύπτοντας ότι οι περισσότεροι επενδυτές δεν είχαν τις καλύτερες δυνατές αποδόσεις, γιατί αυτοί που διαχειρίζονταν τις επενδύσεις τους πωλούσαν πολύ συχνά και σε λάθος εποχές. Από τότε μέχρι σήμερα η Dalbar εκδίδει, σε ετήσια βάση, αναλύσεις για τη συμπεριφορά των επενδυτών. Το Barron'Αs επικοινώνησε με τον L. Harvey προκειμένου να συζητήσουμε μαζί του τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας «2020 Quantitative Analysis for Investor Behavior».



• Οι έρευνές σας αποδεικνύουν ότι οι επενδυτές ακολουθούν, συνήθως, εντελώς αντίθετη πορεία από αυτή που ακολουθεί το επονομαζόμενο «έξυπνο» χρήμα. Υποστηρίζετε ότι οι επενδυτές «έχασαν το τρένο» το 2009, καθώς προτίμησαν να στραφούν στα μετρητά και στις επενδύσεις σταθερού εισοδήματος και έτσι δεν εκμεταλλεύθηκαν την άνοδο των αγορών. Παράλληλα, υποστηρίζετε ότι η βιομηχανία ακολουθεί την ίδια τακτική με αυτή του 2008, παρά το γεγονός ότι αποδείχθηκε εντελώς λανθασμένη. Θα μπορούσατε να μας εξηγήσετε περισσότερα πράγματα;

«Το πιο σημαντικό με τη φετινή έρευνα ήταν ότι μπορέσαμε να εξετάσουμε, για πρώτη φορά, με αναλυτικό τρόπο τι συνέβη κατά τη διάρκεια της έντονης αναταραχής των αγορών το 2008. Μπορέσαμε να δούμε τα αποτελέσματα αυτής της κατάστασης στη συμπεριφορά των επενδυτών. Αυτό που έδειξε η έρευνα είναι μία διευρυμένη απροθυμία της επενδυτικής κοινότητας να αλλάξει τον τρόπο σκέψης της, να αλλάξει τη μεθοδολογία με την οποία σκέφτεται. Δεν υπήρξε πίεση είτε από τις αρχές ελέγχου είτε από τις ίδιες τις αγορές ώστε να αλλάξει ο τρόπος μέσω του οποίου μπορούν να προστατευθούν οι επενδυτές. Υπήρξαν και κάποιοι που είχαν καλή πορεία, παρά την αναταραχή του 2008. Ανακαλύψαμε ότι όσοι συνεργάζονται με ανθρώπους που πρώτ'Α απ'Α όλα βάζουν το καλό του πελάτη τους βρέθηκαν μεταξύ των κερδισμένων. Oσοι προστατεύθηκαν κέρδισαν».



• Υποστηρίζετε ότι υπάρχει ραγδαία αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο πωλούνται, πλέον, τα αμοιβαία κεφάλαια. Πώς επηρεάζει αυτό την πορεία τους;

«Οι πλειονότητα των αμοιβαίων κεφαλαίων πωλείται μέσω εταιριών-συμβούλων οι οποίες επιθυμούν να διαχειρίζονται τα κεφάλαια των επενδυτών και κυρίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτοί επιθυμούν να προχωρήσουν σε ρευστοποιήσεις. Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία προστασίας του επενδυτή –καθώς οι διαχειριστές επιθυμούν να διαχειρίζονται ταυτόχρονα πολλά διαφορετικά χαρτοφυλάκια– με αποτέλεσμα πολλές φορές ο βασικός στόχος αυτών των εταιριών να είναι το δικό τους κέρδος και όχι το όφελος του επενδυτή».



• Στην έρευνά σας υποστηρίζετε ότι παρά «την καταστροφική πορεία των αγορών το 2008» η περίφημη θεωρία του μοντέλου χαρτοφυλακίου (modern policy theory-MPT) «παραμένει ισχυρή». Bάση αυτής της θεωρίας είναι το γεγονός ότι οι διάφορες μορφές επενδύσεων δεν συνδέονται μεταξύ τους. Oμως υποστηρίζετε ότι αυτή η θεωρία δεν είναι η κατάλληλη για όλες τις εποχές.

«Η εν λόγω θεωρία ξεκίνησε το 1952 από τον Harry Markowitz. Την εξέδωσε στο “Journal of Finance”. Σύμφωνα με αυτή οι καλύτερες αποδόσεις μπορούν να καταφθάσουν όταν ένας επενδυτής διαθέτει ένα χαρτοφυλάκιο με ποικιλία επενδύσεων. Δεν υπάρχει κάτι λάθος σε αυτή τη θεωρία. Το πρόβλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο τη χρησιμοποιούν οι επενδυτές. Ας δούμε τι ισχύει σήμερα. Κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η κατάσταση είναι πιο δύσκολη από το 2008, με δεδομένη την αβεβαιότητα που υπάρχει. Oμως ο κίνδυνος αυξάνεται καθώς υπάρχει και απροθυμία να αποδεχθούμε τα προβλήματα και να αναζητήσουμε λύσεις. Απλά συζητάμε για την τεράστια αύξηση του ελλείμματος των ΗΠΑ. Oμως αυτή η πορεία μπορεί να πλήξει κατάφωρα τα κρατικά ομόλογα (των ΗΠΑ) και πιθανώς να οδηγήσει και σε υποβάθμιση της αξιολόγησής τους. Ορισμένοι, αδικαιολόγητα, πιστεύουν ότι αυτό είναι κάτι αδιανόητο. Οι επικρίσεις που δεχθήκαμε για την τελευταία έκθεσή μας ήταν ισχυρές. Aλλωστε ποιοι είμαστε εμείς που απορρίπτουμε μία θεωρία που βραβεύθηκε με Νόμπελ; Oμως αυτά ήταν τα αποτελέσματα της έρευνάς μας. Νομίζουμε, όμως, ότι η εν λόγω θεωρία δεν μπορεί να χρησιμοποιείται κατά βούληση. Μπορεί να χρησιμοποιείται ως ένα ακόμη μέσο για να διαρθρώσει κάποιος ένα σύγχρονο χαρτοφυλάκιο. Δεν είναι ευαγγέλιο».



• Ποιο είναι το πιο σημαντικό συμπέρασμα από την τελευταία έρευνά σας;

«Oπως είπα και πριν, η θεωρία του μοντέλου χαρτοφυλακίου δεν είναι πανάκεια. Δεν ισχύει πάντα ότι οι διάφορες μορφές επενδύσεων ακολουθούν αντίθετη πορεία. Δεν ισχύει δηλαδή η άποψη ότι όταν οι μετοχές πέφτουν, τα ομόλογα ανεβαίνουν. Μπορεί και τα δύο την ίδια στιγμή να ακολουθήσουν την ίδια πορεία, είτε ανοδική είτε πτωτική. Αυτό που έχουμε κατανοήσει πλήρως είναι ότι οι επενδυτές δεν έμαθαν σχεδόν τίποτε από την κρίση του 2008. Ας μην ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε σε έκτακτες περιόδους. Δεν φθάνει να έχουμε μόνο φρένο, πρέπει να φοράμε και ζώνη ασφαλείας. Βέβαια έκτακτες περιόδους στις αγορές μπορούμε να έχουμε ανά πάσα στιγμή. Συνέβη και φέτος τον Μάιο. Αυτό που λέμε στους επενδυτές είναι ότι πρέπει να διατηρούν ένα δίχτυ ασφαλείας. Μπορεί να είναι τα μετρητά, μπορεί να είναι κάποιο σταθερό εισόδημα, μπορεί να είναι τα αμερικανικά ομόλογα. Εξετάσαμε επενδυτές που πέτυχαν κατά τη διάρκεια της κρίσης και τους τρόπους με τους οποίους έδρασαν. Αυτό που μας αρέσει ιδιαίτερα είναι να παίρνουμε ένα χαρτοφυλάκιο και να το σπάμε σε μικρά κομμάτια, ώστε να εξετάζουμε την πορεία κάθε μορφής επένδυσης χωριστά. Οφείλουμε να πούμε κάτι σημαντικό στους επενδυτές: όταν υπάρχουν χρήματα που δεν αντέχετε να τα χάσετε, τότε μην τα τοποθετείται στις αγορές. Τοποθετήστε τα σε έναν καλό και υψηλής απόδοσης καταθετικό λογαριασμό, έστω τοποθετήστε τα σε υψηλής ποιότητας ομόλογα. Oχι στις αγορές. Oταν δεν έχεις περιθώρια να χάσεις κάτι, καλό θα είναι να μην ριψοκινδυνεύεις με αυτό».



• Μπορείτε να μας εξηγήσετε γιατί οι επενδυτές στρέφονται στα ομολογιακά αμοιβαία;

«Αποτελεί τμήμα της προσπάθειάς τους για καλύτερες αποδόσεις σε σύγκριση με το να έχουν καταθέσεις. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος με απόδοση 1% (περίπου δηλαδή όσο προσφέρει ένας λογαριασμός καταθέσεων), όταν μπορεί να κερδίζει απόδοση 3% μέσω ενός ομολογιακού αμοιβαίου, ακόμη και εάν τα χρήματά του δεν είναι τόσο ασφαλή όσο τα είχε στην τράπεζα. Στις καλές εποχές η επιλογή ήταν εύκολη. Διάλεγες ένα ομόλογο με υψηλή απόδοση ή μια μετοχή που επί 10 χρόνια εμφάνιζε ανοδική πορεία και προσέφερε κέρδη. Oμως ο μέσος επενδυτής δεν έχει μάθει ακόμη τι σημαίνει “χάνω τα λεφτά μου, έχω απώλειες στις τοποθετήσεις μου”. Αυτό που μάθαμε είναι ότι οι σύγχρονες αγορές είναι απρόβλεπτες».



• Πώς μπορεί, λοιπόν, ένας επενδυτής να διαλέξει την καλύτερη τοποθέτηση και να ξεπεράσει χωρίς προβλήματα την έντονη μεταβλητότητα των αγορών;

«Το πρώτο που πρέπει να διασφαλίσει είναι ότι ο επενδυτικός σύμβουλος με τον οποίο συνεργάζεται νοιάζεται γι'Α αυτόν και όχι για το πώς ο ίδιος θα έχει υψηλές αποδόσεις. Επίσης θα πρέπει να είναι βέβαιος ότι η συμφωνία την οποία υπογράφει θα τηρηθεί. Οι επενδυτές θα πρέπει να υπογράφουν γραπτές συμφωνίες με τους συμβούλους. Μπορούν να βρουν ένα τέτοιο μοντέλο συμφωνίας στην ιστοσελίδα μας www.dalbar.com. Μόλις απαιτήσουν μία γραπτή συμφωνία, θα δουν εάν μπορούν να εμπιστευθούν τον επενδυτικό τους σύμβουλο και μόνο από την αντίδρασή του σε αυτή την απαίτηση. Οι επενδυτές, παράλληλα, θα πρέπει να βεβαιωθούν ότι όλοι οι όροι αυτής της συμφωνίας είναι ξεκάθαροι».



• Τελικώς πού βρισκόμαστε σήμερα, με δεδομένες και τις δικές σας έρευνες;

«Στη δεκαετία του 'Α80 οι επενδυτές είχαν την τάση να ρευστοποιούν με την πρώτη άνοδο και αυτό είχε ως αποτέλεσμα να χάνουν τη συνεχιζόμενα καλή πορεία των αγορών. Οι πρώτες μας έρευνες αντιμετωπίστηκαν ως “χαστούκι” και “κατηγορώ” από τις επενδυτικές εταιρίες. Πάντως στις τελευταίες έρευνές μας φροντίσαμε να χωρίσουμε τους επενδυτές σε δύο κατηγορίες. Σε αυτούς που επέλεγαν μόνοι τις τοποθετήσεις τους και σε αυτούς που χρησιμοποιούσαν κάποιον επενδυτικό σύμβουλο. Οι πρώτοι τα πήγαν καλύτερα. Αυτό που πραγματικά λείπει είναι η σωστή εκπαίδευση των επενδυτών. Υπάρχει, ακόμη, πολλή δουλειά σε αυτό το ζήτημα έως ότου καταλήξουμε στο επιθυμητό επίπεδο».