Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Οι έχοντες, οι μη έχοντες και δύο μεγάλες κρίσεις στις ΗΠΑ. Η εισοδηματική ανισότητα κατέγραψε ρεκόρ το 2007, το υψηλότερο από το 1928.

Οι έχοντες, οι μη έχοντες και δύο μεγάλες κρίσεις στις ΗΠΑ. Η εισοδηματική ανισότητα κατέγραψε ρεκόρ το 2007, το υψηλότερο από το 1928.

Ογδόντα ένα χρόνια συμπληρώθηκαν  από τη «Μαύρη Τρίτη» του 1929, που σηματοδότησε την αρχή για τη Μεγάλη Υφεση. Παραλληλισμοί έχουν γίνει πολλοί με τη χρηματοοικονομική -και στη συνέχεια μακροοικονομική- κρίση του 2008. Μόλις πρόσφατα, ωστόσο, οι οικονομολόγοι «ανακάλυψαν» ένα σημείο που έχουν κοινό οι δύο περίοδοι: ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, ένα χρόνο πριν από το ξέσπασμα της κρίσης, η εισοδηματική ανισότητα στις ΗΠΑ είχε καταγράψει ρεκόρ. Παρότι τα πρώτα στοιχεία δεν αποδεικνύουν πως η εισοδηματική ανισότητα «γεννά» κρίσεις, δείχνουν ότι συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό. Αραγε, η δημόσια πολιτική πρέπει να έχει στόχο τη μείωση της ανισότητας και, αν ναι, με ποιο τρόπο, ιδίως δεδομένης της κυρίαρχης πίστης ότι η ανισότητα συμβάλλει στην οικονομική ανάπτυξη; Η συγκέντρωση του πλούτου στην ανώτερη εισοδηματική κλίμακα δημιουργεί φούσκες περιουσιακών στοιχείων, ή το αντίστροφο; Η αύξηση των φόρων ή των επιτοκίων αποτρέπει, άραγε, τις κρίσεις;

Η δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ περί επέκτασης των φοροαπαλλαγών της εποχής Μπους για τα πλουσιότερα νοικοκυριά ίσως παράσχει τα πρώτα δείγματα της τάσης που θα επικρατήσει στο εξής. Η άμβλυνση της στάσης του Μπαράκ Ομπάμα ως προς την ανακατανομή του πλούτου ίσως αντικατοπτρίζει την αντίληψη του Λευκού Οίκου ότι δεν υπάρχει ανάλογη πολιτική στήριξη. Ο πρόεδρος της Fed, Μπεν Μπερνάνκι, θεωρεί πως η επιτοκιακή πολιτική είναι υπερβολικά δραστικό εργαλείο αποτροπής μιας φούσκας, αφού μπορεί, αντί να διορθώσει μια μικρή πηγή αστάθειας, να ρίξει ολόκληρη οικονομία σε ύφεση. Το ζήτημα είναι πως, αν δεν αντιμετωπισθεί, η ανισότητα εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να αυξάνεται στο εγγύς μέλλον: το χρηματιστήριο έχει καλύψει το ήμισυ της απόστασης από το ιστορικό ρεκόρ του Οκτωβρίου 2007, όμως η ανεργία εικάζεται πως θα ολοκληρώσει τη χρονιά αμετάβλητη στο 9,7%.


Δάνεια και επενδύσεις
Βάσει έρευνας του οικονομολόγου Ιμάνιουελ Σάιζ (Emmanuel Saez) του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας -βραβευθέντος το 2010 για το έργο του πάνω στην εισοδηματική ανισότητα- το ανώτατο 1% των νοικοκυριών είχε εισόδημα που αναλογούσε στο 23,5% του συνόλου, το 2007. Το ποσοστό αυτό ήταν το υψηλότερο από το 1928, όταν είχε διαμορφωθεί στο 49%. Ο συντελεστής Gini (δείκτης κατανομής εισοδήματος) «δίνει» ποσοστό 47% στο 2006, μικρή πτώση το 2007 και επάνοδο το 2008. Οι οικονομολόγοι διαφωνούν ως προς την ακριβή σχέση υψηλής εισοδηματικής ανισότητας και κρίσεων. Συμφωνούν, ωστόσο, ότι οι παράγοντες που οδήγησαν στην αύξησή της σε αμφότερες τις περιόδους είναι κοινοί. Πρώτος παράγοντας, η ταχεία επέκταση των πιστώσεων: «δανείζουμε για να έχουν οι άνθρωποι να ξοδεύουν», όπως επισημαίνει ο Ραγκουράμ Ρατζάν, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου και πρώην οικονομολόγος του ΔΝΤ. Τη δεκαετία του ’20, επρόκειτο για αγροτικά, στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια. Τη δεκαετία του ’00, για δάνεια με σκοπό τις επενδύσεις. Δεύτερος παράγοντας, λόγω ακριβώς της συγκέντρωσης πλούτου στην κορυφή, η αναζήτηση επενδύσεων υψηλού ρίσκου. Οταν τόσο ρευστό κυκλοφορεί στην αγορά, οι παραδοσιακές ασφαλείς τοποθετήσεις όπως τα ομόλογα του Δημοσίου με τη χαμηλή απόδοση δεν είναι πια καθόλου ελκυστικές για τους επενδυτές. Οπως επισημαίνει ο Κεμάλ Ντερβίς, πρώην υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας, σήμερα στέλεχος του ινστιτούτου Brookings, η μείωση της ανισότητας δεν είναι θέμα δικαιοσύνης και ηθικής. Μια οικονομία που στηρίζεται στην κατανάλωση χρειάζεται καταναλωτές και αν ο πλούτος συγκεντρωθεί στην κορυφή, ίσως η ζήτηση να μην είναι αρκετή για να πυροδοτήσει ανάπτυξη.


Το πρότυπο του «Τζο ο υδραυλικός»
Οι ΗΠΑ διαθέτουν ένα από τα μεγαλύτερα εισοδηματικά χάσματα μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών. Οι επιδόσεις της κατατάσσουν μάλιστα τη χώρα στην ίδια μοίρα με αναπτυσσόμενες όπως η Ακτή του Ελεφαντοστού, η Τζαμάικα και η Μαλαισία, αλλά και ακόμα πιο «εξωτικές», όπως η Γκάνα, το Τουρκμενιστάν, η Σενεγάλη και η Καμπότζη. Αυτά, τουλάχιστον, μαρτυρεί ο συντελεστής Gini, το ευρύτερα χρησιμοποιούμενο μέτρο ανισότητας στην κατανομή του πλούτου. Η ανισοκατανομή του εισοδήματος υποχώρησε κάπως το 2008, καθώς τα πλουσιότερα νοικοκυριά επλήγησαν περισσότερο από την κρίση. Ωστόσο, η τάση αντιστράφηκε αμέσως: το 2009, η ανισοκατανομή έφθασε στα υψηλότερα επίπεδα από το 1967, όταν άρχισαν να καταγράφονται τα εισοδήματα των νοικοκυριών.
Πλην των μακροχρόνια ανέργων και των μη δικαιούχων ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, οι περισσότεροι κάτοικοι δεν ενοχλούνται ιδιαίτερα με την εισοδηματική ανισότητα: πιστεύουν ότι η σκληρή δουλειά είναι το «κλειδί» για τον πλουτισμό. Εξ ου και η σφοδρή αντίδραση στο σχόλιο του τότε υποψηφίου προέδρου Μπ. Ομπάμα περί ανακατανομής του πλούτου, με αποκορύφωμα τον περίφημο «Τζο τον υδραυλικό».







Ωστόσο, η τάση ίσως αλλάζει. Ισως, βέβαια, να πρόκειται απλώς για προσωρινή αντίδραση στην οικονομική δυσπραγία, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απέχθεια προς τη Γουόλ Στριτ, όπου οι μισθοί των στελεχών έχουν επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα την ώρα που η ανεργία παραμένει υπερδιπλάσια σε σχέση με το 2007 - τον Σεπτέμβριο, 6,1 εκατ. άτομα ήταν άνεργοι για περισσότερους από έξι μήνες, αριθμός τετραπλάσιος σε σχέση με το 2008. Ομως, οι οικονομολόγοι έχουν αρχίσει να εξετάζουν τη σχέση μεταξύ ανισότητας και κρίσεων. Ο Πολ Κρούγκμαν παραδέχεται πως, παρότι επεσήμαινε πριν από το 2008 ότι η ανισότητα προσέγγιζε τα επίπεδα προ της Μεγάλης Υφεσης, απέρριπτε την ιδέα μιας νέας μακροοικονομικής κρίσης. Ο Ατζάι Καπούρ της Deutsche Bank δεν έχει πεισθεί ακόμα. Ομως, η παραδοσιακή πίστη πως η πάταξη της ανισότητας βλάπτει την ανάπτυξη ίσως έχει αρχίσει να κλονίζεται.
Ευχαριστώ την φίλη Ν.Μ.