Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

Οι μάχες μεταξύ νομισμάτων μπορεί να εξελιχθούν σε πόλεμο.

Οι μάχες μεταξύ νομισμάτων μπορεί να εξελιχθούν σε πόλεμο.



Tις τελευταίες ημέρες η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται επί ποδός πολέμου, τουλάχιστον σε επίπεδο αντιπαράθεσης επιχειρημάτων μεταξύ κυβερνήσεων. Από τις 27 Σεπτεμβρίου που ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας, Γκουίντο Μαντέγκα δήλωσε ότι ένας «διεθνής πόλεμος νομισμάτων» έχει ξεσπάσει, το όλο κλίμα έγινε πολεμικό. Κι αυτό το υποδαυλίζει όχι μόνο η γλώσσα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι. Ξεχάστηκαν πια τα ωραία λόγια για τη συνεργασία, η οποία θα τόνωνε την παγκόσμια ανάπτυξη. Η μια χώρα κατηγορεί την άλλη για στρέβλωση της παγκόσμιας ζήτησης, χρησιμοποιώντας ως οπλισμό επιχειρήματα, που ποικίλλουν από την ποσοτική χαλάρωση (κοπή νομισμάτων για αγορά ομολόγων) έως την παρέμβαση στη χρηματαγορά και τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων.


Πίσω από το προπέτασμα καπνού διεξάγονται στην ουσία τρεις μάχες. Η μεγαλύτερη είναι εκείνη με την Κίνα, και την απροθυμία της να επιτρέψει γρήγορη ενίσχυση του γουάν. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν σκληρή γλώσσα, ενώ ειδικά στις ΗΠΑ η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νομοσχέδιο για επιβολή δασμών από αμερικανικές εταιρείες σε προϊόντα χωρών με υποτιμημένα νομίσματα.

Μια δεύτερη μάχη αφορά τη νομισματική πολιτική των πλούσιων οικονομιών, ειδικά εν όψει της προοπτικής οι κεντρικές τράπεζες να αρχίσουν σύντομα να τυπώνουν χαρτονομίσματα για αγορά κρατικών ομολόγων. Το δολάριο έχει υποχωρήσει, κυρίως γιατί η αγορά προσδοκά από τη Fed να δράσει αποφασιστικότερα και γρηγορότερα. Το ευρώ έχει ενισχυθεί λόγω του ότι τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ισχνό ενθουσιασμό για την ποσοτική χαλάρωση. Η οπτική της Κίνας και πολλών άλλων αναδυόμενων χωρών θέλει αυτήν την κίνηση να δημιουργεί σοβαρή στρέβλωση στην παγκόσμια οικονομία, εφόσον ωθεί τους επενδυτές στις αναδυόμενες οικονομίες για υψηλότερες αποδόσεις.

Η τρίτη μάχη διεξάγεται στις αναπτυσσόμενες χώρες και έχει να κάνει με το πώς αντιδρούν σε αυτές τις ροές κεφαλαίων. Αντί να επιτρέψουν στα νομίσματά τους να ενισχυθούν, πολλές κυβερνήσεις έχουν παρέμβει, αγοράζοντας ξένο νόμισμα ή επιβάλλοντας φόρους στη ροή ξένου κεφαλαίου. Πρόσφατα η Βραζιλία διπλασίασε τη φορολόγηση σε όσους ξένους επενδυτές αγοράζουν τα κρατικά της ομόλογα. Πάντως, μέχρι στιγμής όλες οι προαναφερθείσες «μάχες» είναι ελάσσονες. Αλλωστε οι έλεγχοι στα κεφάλαια είναι μετριασμένοι, και από τις ισχυρές οικονομίες μόνο η Ιαπωνία έχει προχωρήσει σε άπαξ παρέμβαση στις αγορές.

Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, γιατί πολύ γρήγορα οι προαναφερθείσες μάχες μπορούν να γίνουν πόλεμος. Οι συνθήκες, οι οποίες υπαγορεύουν την απόκλιση των οικονομικών πολιτικών -και ειδικά η αργή ανάπτυξη των ισχυρών οικονομιών- ενδεχομένως να διαρκέσουν χρόνια. Ενόσω εφαρμόζονται αυστηρά μέτρα λιτότητας, το δέλεαρ να χρησιμοποιούν οι χώρες ένα φθηνότερο νόμισμα για να τονώνουν τη ζήτηση θα γίνεται ολοένα και ισχυρότερο.

Πιέσεις στην Κίνα
Εξίσου ισχυρή θα είναι και η πίεση προς τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως αποδιοπομπαίο τράγο. Εν τω μεταξύ, εάν ενταθεί η ροή ξένων κεφαλαίων, οι αναπτυσσόμενες χώρες ίσως αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ του να χάσουν σε ανταγωνιστικότητα, να επιβάλουν δρακόντειους ελέγχους ή να οδηγηθούν σε υπερθέρμανση.

Oλα αυτά επιβάλλουν πολυμερή προσέγγιση. Διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, όπως το ΔΝΤ και η «Ομάδα των Είκοσι» (G20) μπορούν να σφυρηλατήσουν συναίνεση. Η παγκόσμια ζήτηση χρειάζεται αναπροσδιορισμό, μακριά από τις υπερχρεωμένες πλούσιες οικονομίες και περισσότερο κοντά στον αναδυόμενο κόσμο.

Διαρθρωτικές αλλαγές για την τόνωση των δαπανών επίσης βοηθούν, αλλά οι πραγματικές ισοτιμίες χρειάζονται ενίσχυση, όπως και το πραγματικά χαμηλό γουάν.

The Economist