Mohamed El-Erian -- "Financial Times"
Όταν ο Jean Claude Trichet, ο ταλαντούχος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ανέφερε την φράση «ισχυρή επαγρύπνηση» οι διεθνείς αγορές άμεσα ώθησαν τα ευρωπαϊκά επιτόκια σε σημαντικά υψηλότερα επίπεδα, ενώ ενισχύθηκε και το ευρώ. Αυτή η εύλογη αντίδραση στις προοπτικές μίας αύξησης επιτοκίων επισημαίνει το δίλημμα της πολιτικής που αντιμετωπίζει τόσο η ΕΚΤ, όπως και άλλες κεντρικές τράπεζες ανά τον κόσμο.
Το σχόλιο του κ. Trichet οφείλεται σε μεγάλο βαθμό από την πολύμηνη ανοδική πορεία που καταγράφεται στις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων (που, στην περίπτωση του πετρελαίου, έχει ενταθεί τις τελευταίες εβδομάδες από την αναταραχή στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική)
Ο ίδιος και οι συνάδελφοί του αντιμετωπίζουν την βεβαιότητα του υψηλότερου ονομαστικού πληθωρισμού ενώ επίσης, δεδομένης της πρόσφατης ενίσχυσης της παγκόσμιας οικονομίας, και ο δομικός πληθωρισμός ενδέχεται να ενισχυθεί ταχύτατα καθώς οι εταιρείες εξετάζουν να μεταβιβάσουν τον αντίκτυπο του υψηλότερου κόστους παραγωγής.
Όλα αυτά είναι σύμφωνα με το βασικό μέλημα της ΕΚΤ για την συγκράτηση των πληθωριστικών πιέσεων, διατηρώντας την σταθερότητα για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και στηρίζοντας τις οικονομίες της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία και Πορτογαλία). Κατά την διαδικασία, η ΕΚΤ μοιάζει από πολλές απόψεις με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, τις οποίας οι αποφάσεις ακολουθούν μη συμβατή στάση πολιτικής και έχουν επιφέρει πλεονεκτήματα, αλλά και ακούσιες επιπτώσεις τόσο εγχωρίως όσο και στο εξωτερικό.
Μέχρι τώρα ελάχιστες κεντρικές τράπεζες έχουν προβεί σε σαφείς συμβιβασμούς ανάμεσα στους πολλαπλούς στόχους που αναγκάζονται να ακολουθήσουν. Εκείνες που το έχουν πράξει, όπως στην περίπτωση της Βραζιλίας και της Κίνας, κατάφεραν να προχωρήσουν σε σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής αλλά σε ένα περιβάλλον στήριξης από την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και την σχετική χρηματοοικονομική σταθερότητα. Όλα αυτά όμως, αλλάζουν πλέον ραγδαία.
Τα σχόλια του κ. Trichet υποδεικνύουν ότι η ΕΚΤ αντιμετωπίζει πλέον πολύ δυσκολότερους συμβιβασμούς, ενώ τα όσα διακυβεύονται είναι πολύ σημαντικά. Θα πρέπει η ΕΚΤ να αυξήσει τα επιόκια ώστε να αντιμετωπίσει τις πιθανές ενισχυμένες πληθωριστικές πιέσεις ή θα πρέπει να διατηρήσει χαλαρή νομισματική πολιτική ώστε να στηρίξει την αγωνιζόμενη οικονομία της ευρωζώνης;
Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Η αξιοπιστία της ευρωτράπεζας στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ικανότητά της να πετύχει χαμηλό και σταθερό πληθωρισμό. Αυτό το δεδομένο, σε συνδυασμό με την οικονομική ισχύ της Γερμανίας, οδηγεί στο συμπέρασμα έγκαιρης αύξησης των επιτοκίων.
Παρόλα αυτά, μία τέτοια πολιτική – και οι πιθανές αντιδράσεις των αγορών όπως τις παρατηρούμε στις μέρες μας στην προοπτική των υψηλότερων επιτοκίων και των συναλλαγματικών ανατιμήσεων – αδιαμφισβήτητα θα επιδεινώσουν την κατάσταση για τις οικονομίες της περιφέρειας που ακόμη δεν έχουν αντιμετωπίσει τις μεγάλες δανειακές υποχρεώσεις που εκκρεμούν και σχετίζονται με την αποτυχία στο να επιτευχθεί ισχυρή οικονομική ανάπτυξη.
Πολλοί άνθρωποι θα παρακολουθούν στενά την ΕΚΤ. Το ίδιο θα πράξουν και οι άλλες κεντρικές τράπεζες που αντιμετωπίζουν παρόμοιο δίλημμα πολιτικής.
Το καλοκαίρι του 2007, η ΕΚΤ αντέδρασε στις υψηλότερες τιμές εμπορευμάτων αυξάνοντας τα επιτόκια. Θα δελεαστεί να πράξει ξανά το ίδιο σε μερικές εβδομάδες. Ας ελπίσουμε ότι αυτό θα συνοδεύεται από μία πιο αποτελεσματική προσέγγιση της ΕΕ στην αντιμετώπιση της κρίσης χρέους της περιφέρειας και στην πιο επιθετική αναδιάρθρωση των κεφαλαίων των τραπεζών της περιοχής.