Γιατί θα επιβιώσει η ευρωζώνη
Martin Wolf - Financial Times
Στις 16 Δεκεμβρίου 2010, οι Ευρωπαίοι ηγέτες διακήρυξαν ότι "είναι έτοιμοι να κάνουν ό,τι απαιτείται" για να προστατεύσουν την ευρωζώνη. Τα λόγια, όμως, είναι εύκολα. Και οι σκεπτικιστές ενδεχομένως να αναρωτιούνται αν πρέπει να τους πάρουν στα σοβαρά. Σε αυτήν την περίπτωση μάλλον θα πρέπει να το κάνουν. Το πιθανότερο είναι πως η ευρωζώνη θα επιβιώσει, αν και όχι χωρίς κάποια αναταραχή.
Γι' αυτό παραθέτω τρία επιχειρήματα: πρώτον, η ευρωζώνη στηρίζεται από ισχυρή πολιτική δέσμευση, δεύτερον, τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των χωρών-μελών κινούνται προς αυτόν τον στόχο και, τρίτον, τα μέλη έχουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Με λίγα λόγια, η ευρωζώνη έχει και τη θέληση και τη δυνατότητα να διατηρήσει ζωντανό το νόμισμά της.
Μία ενδιαφέρουσα νέα έρευνα, με τίτλο "Η Ευρώπη θα λειτουργήσει", από τη Nomura Global Economics, υπό την εποπτεία των κ. John Llewellyn και Peter Westaway, επιχειρηματολογεί επέρ αυτής της άποψης. Υπενθυμίζει ότι η ευρωζώνη είναι το αποτέλεσμα διαδικασίας για ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ακόμα και για τους σημερινούς ηγέτες, το ευρώ παραμένει θεμελιώδες έργο, παρότι οι μνήμες από τον πόλεμο μπορεί να σβήνουν. Επιπλέον, ο συλλογισμός ότι η οικονομική ενοποίηση θα δημιουργήσει ισχυρά συμφέροντα για τη διατήρησή της έχει αποδειχτεί σωστός. Επίσης, οι επιπτώσεις από έστω και μερική διάσπαση της ευρωζώνης είναι άγνωστες και προκαλούν φόβο. Μόνο σε ακραίες συνθήκες θα εξέταζαν αυτό το ενδεχόμενο οι Ευρωπαίοι ηγέτες.
Κατά συνέπεια, αν και αρκετοί Γερμανοί έχουν εκνευριστεί από την άτσαλη συμπεριφορά ορισμένων εταίρων τους, η ελίτ της χώρας εξακολουθεί να αναγνωρίζει αφενός τους κινδύνους της απομόνωσης και αφετέρου τα πλεονεκτήματα της σταθερότητας που έχει φέρει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα για τη Γερμανία ως προς τις σχέσεις με τα ευρωπαϊκά γειτονικά κράτη.
Παρομοίως, οι ηγέτες των χωρών που αντιμετωπίζουν τώρα προβλήματα φοβούνται τις επιπτώσεις που συνεπάγεται πιθανή έξοδός τους από την ευρωζώνη. Η Γερμανία θα αποφάσιζε έξοδο μόνο εάν έκρινε ότι η ζώνη του ευρώ δεν είναι συμβατή με τη νομισματική σταθερότητα. Οι περιφερειακές χώρες θα αποφάσιζαν την έξοδο εάν κατέληγαν ότι η ευρωζώνη δεν είναι συμβατή με την ευημερία. Καμία από τις δύο πλευρές, όμως, δεν βρίσκεται σε τέτοια απόφαση, προς το παρόν. Οι αναδιαρθρώσεις κρατικών χρεών είναι εξαιρετικά πιθανές, αλλά όχι και το ενδεχόμενο διάσπασης της ευρωζώνης.
Παραδόξως, η τραγωδία της ευρωζώνης είναι ότι λειτούργησε πολύ καλά. Η σύγκλιση των αντιλαμβανόμενων κινδύνων πυροδότησε επιτάχυνση στη σύγκλιση των εισοδημάτων. Υπό το κλίμα της ευφορίας εκείνης της εποχής, οι απρόσεκτοι πιστωτές έδωσαν στους δανειζομένους ουσιαστικά το σκοινί με το οποίο θα μπορούσαν στη συνέχεια να κρεμαστούν όσον αφορά είτε στις ανεύθυνες κυβερνήσεις (όπως είναι η περίπτωση της Ελλάδας) είτε στον απρόσεκτο ιδιωτικό τομέα (όπως στην Ιρλανδία και στην Ισπανία). Το αποτέλεσμα είναι τα δυσθεώρητα χρέη.
Τελικά, επανήλθε η λογική ακόμη και για τους πλέον κοντόφθαλμους πιστωτές. Όταν όμως οι ιδιώτες πιστωτές σφίγγουν τα λουριά, τότε το ιδιωτικό χρέος μετατρέπεται σε δημόσιο γιατί οι κυβερνήσεις προσπαθούν να διασώσουν το χρηματοοικονομικό σύστημα και να διατηρήσουν τις δραστηριότητες στις καταρρέουσες οικονομίες τους. Ακόμα και χώρες με υγιή δημοσιονομική εικόνα, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία, βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν τέτοιες δυσκολίες. Το ιρλανδικό δημόσιο χρέος προβλέπεται ότι θα εκτιναχτεί από το 25% στο 125% του ΑΕΠ την περίοδο 2007 - 2013 και το ένα τρίτο αυτής της ανόδου αποδίδεται στη στήριξη των τραπεζών.
Τα καλά νέα είναι πως οι αγορές αναγνωρίζουν αυτό το λάθος. Τα άσχημα είναι πως η αντίδρασή τους είναι υπερβολική. Το αποτέλεσμα είναι ένα πρόβλημα υπέρογκου δανεισμού, το οποίο προβληματίζει τις συγκεκριμένες χώρες και προκαλεί πονοκέφαλο στην ευρωζώνη. Όπως σημειώνει και η έκθεση της Nomura, η διαχειρισιμότητα του δημοσίου χρέους εξαρτάται μόνο από τρεις παράγοντες: το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (προ τόκων), τη χιονοστιβάδα, δηλαδή τη σχέση ανάμεσα στο επιτόκιο και στις προβλέψεις ανάπτυξης και τον αντίκτυπο στο κρατικό χρέος από άλλες μεταρρυθμίσεις - όπως η ανάγκη να στηριχτούν οι τράπεζες ή ο αποπληθωρισμός χρέους (η εκτίναξη του δανειακού βάρους λόγω της μείωσης των εγχώριων τιμών ή των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όταν το χρέος έχει ονομαστική αξία σε ξένο νόμισμα). Σε κάθε κρίση και οι τρεις αυτοί παράγοντες επιδεινώνονται σε μεγάλο βαθμό.
Ιδιαίτερα σημαντική ως προς τις προοπτικές ανάπτυξης είναι η απώλεια ανταγωνιστικότητας για τις υπερχρεωμένες χώρες κατά τη διάρκεια της περιόδου σύγκλισης. Το κόστος ανά μονάδα εργασίας, συγκριτικά με τη Γερμανία, αυξήθηκε κατά 31% στην Ιρλανδία, σε ποσοστό 27% στην Ελλάδα και στην Ισπανία και κατά 24% στην Πορτογαλία. Οι χώρες αυτές έχουν πλέον δύσκολο δρόμο για να ανακτήσουν αυτήν την ανταγωνιστικότητα.
Η έκθεση παρουσιάζει επίσης ορισμένα ανησυχητικά στοιχεία ως προς το μέγεθος του δημοσιονομικού έργου, που καλούνται να υλοποιήσουν οι χώρες οι οποίες βρίσκονται στο επίκεντρο. Ας υποθέσουμε, επί παραδείγματι, ότι στόχος είναι να επιτευχθεί λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ στο 60% -που είναι και ο κανόνας της Συνθήκης του Μάαστριχτ- μέχρι το 2030. Ας υποθέσουμε επίσης πως το επιτόκιο είναι μόλις 1% υψηλότερο από τον ρυθμό ανάπτυξης του ονομαστικού ΑΕΠ. Σε αυτό το υποθετικό σενάριο, τότε η απαιτούμενη σύσφιγξη του δομικού πρωτογενούς δημοσιονομικού ελλείμματος την περίοδο 2009 - 2020 είναι 16% - 18% για την Ελλάδα, 14% - 16% για την Ιρλανδία, 10% - 12% για την Ισπανία και 8% - 10% για την Πορτογαλία.
Αυτή η πρόκληση είναι δυσθεώρητη. Εκτιμώ πως είναι δύσκολο να αποφευχθεί αναδιάρθρωση του χρέους. Θεωρώ πως είναι ασυγχώρητο ότι η τελευταία ιρλανδική κυβέρνηση παρείχε τόσο εύκολα στήριξη στον τραπεζικό δανεισμό και η Ε.Ε. στήριξε αυτήν την απόφαση. Είναι λάθος να καταστρέφει ένα κράτος την ικανότητά του να δανείζεται για να στηρίζει τους πιστωτές των τραπεζών του. Δεν καθιστά την κατάσταση καλύτερη, αλλά χειρότερη, γιατί στόχος είναι η στήριξη χρηματοοικονομικών οργανισμών σε άλλες χώρες.
Ακόμα και υπό αυτό το πρίσμα, η αναδιάρθρωση κρατικών χρεών δεν αποτελεί θανάσιμο αδίκημα για την ευρωζώνη. Είναι σημαντικό να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία αντιστοιχούν μόλις στο 6% του ΑΕΠ της ευρωζώνης. Ακόμα και η Ισπανία αντιστοιχεί μόλις στο 11%. Επιπλέον, συνολικά το δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη ανέρχεται στο 84% του ΑΕΠ, ενώ το δημοσιονομικό έλλειμμα είναι στο 6%. Και τα δύο αυτά ποσοστά είναι καλύτερα από εκείνα που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία.
Η ευρωζώνη πρέπει λοιπόν να πετύχει τρεις στόχους: να σταματήσει τον τραπεζικό και δημοσιονομικό πανικό, να στηρίξει τις χώρες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και να δημιουργήσει ένα καθεστώς το οποίο θα έχει τη δυνατότητα να αποτρέπει τη δημιουργία τέτοιων κρίσεων στο μέλλον. Η ευρωζώνη έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα: η ευφορία της σύγκλισης έχει λήξει. Όμως, είναι αντιμέτωπη και με ένα μεγάλο εμπόδιο: ορισμένα μέλη έχουν τεράστιες δυσκολίες.