Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010
Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2010
Νέο τοπίο στη στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνου.
Νέο τοπίο στη στρατηγική αντιστάθμισης κινδύνου.
Η αποσπασματική παγκόσμια ανάκαμψη οδήγησε, κατά τους τελευταίους 18 μήνες, σε υψηλά επίπεδα ισοτιμιακής μεταβλητότητας. Στο χαμηλότερο σημείο του το ευρώ έχασε περισσότερο από το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου και, σε μία μόνο εβδομάδα τον Ιούνιο, η στερλίνα έκανε ράλι 4% έναντι του ευρωπαϊκού νομίσματος - κέρδη που δέκα ημέρες αργότερα εξανεμίστηκαν.
Με τις ανά τον κόσμο οικονομικές συνθήκες να παραμένουν ασταθείς, δεν είναι σπάνιο να παρατηρούνται συναλλαγματικές μεταβολές της τάξης του 1,5% σε μία μόνο ημέρα, ποσοστό που στις περιπτώσεις των περισσότερο ριψοκίνδυνων νομισμάτων είναι αυξημένο. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους σε ό,τι αφορά το hedging και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να φροντίσουν -για πρώτη φορά- να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο της έκθεσής τους σε συνάλλαγμα.
Η επίδραση στις ταμειακές ροές
Ο κ. Ben Nicklin, επικεφαλής του τμήματος συναλλάγματος για λογαριασμό της Royal Bank of Scotland στο Λονδίνο, λέει ότι το τρέχον οικονομικό κλίμα έχει επηρεάσει το μέγεθος αλλά και τη φύση των ταμειακών ροών των επιχειρήσεων καθώς και πως οι χαμηλότερες και λιγότερο προβλέψιμες ταμειακές ροές έχουν κάνει αρκετές επιχειρήσεις λιγότερο σίγουρες για το μέλλον.
Η αβεβαιότητα αυτή ώθησε αρκετές από τις επιχειρήσεις να εξετάσουν πιο προσεκτικά την έκθεσή τους σε συνάλλαγμα και αυτούς που ήδη ακολουθούσαν πρακτικές αντιστάθμισης κινδύνου να αλλάξουν τη στρατηγική τους. Η ανεπανάληπτη μεταβλητότητα και αβεβαιότητα συντόμευσαν κατά πολύ τον ορίζοντα του hedging των επιχειρήσεων.
«Δύο ή τρία χρόνια πριν οι επιχειρήσεις προέβλεπαν τις μελλοντικές τους ταμειακές ροές και αντιστάθμιζαν τον κίνδυνο με ορίζοντα 18 μηνών, ενώ και οι περιπτώσεις του hedgaρίσματος με ορίζοντα δύο ετών δεν ήταν ασυνήθιστες. Τώρα είναι πολύ λιγότερο πρόθυμες να κάνουν κάτι τέτοιο», λέει ο κ. Nicklin.
Το χειρότερο σενάριο για μια επιχείρηση είναι να αντισταθμίσει τον κίνδυνο για τις προβλεπόμενες ταμειακές της ροές και στη συνέχεια να ανακαλύψει ότι οι πραγματικές ταμειακές της ροές θα είναι μικρότερες από τις αρχικά υπολογισθείσες. Το hedge που έχει , θα πρέπει να μειωθεί, συνήθως με κάποιο κόστος. Είναι ακριβώς η θέση την οποία μια εταιρία επιδιώκει να αποφύγει με τη μείωση του χρονικού ορίζοντα αντιστάθμισης ή με τον περιορισμό των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ίδια την αντιστάθμιση.
Αλλαγές στα προϊόντα
Η οικονομική κρίση και η συνεπακόλουθη μεταβλητότητα είχαν ακόμη ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση της προτίμησης που δείχνουν οι επιχειρήσεις στα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούν για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο. Λίγα χρόνια πριν, όταν οι ισοτιμίες ήταν περισσότερο σταθερές, πολλές επιχειρήσεις δεν έβλεπαν τον λόγο να προχωρήσουν σε αντιστάθμιση κινδύνου. Αυτές που αντιστάθμιζαν τον κίνδυνο έψαχναν για «κελεπούρι»: επιτόκια καλύτερα από ό,τι θα μπορούσε κανείς να εξασφαλίσει μέσω απλούστερων προϊόντων όπως τα spot ή τα μελλοντικά συμβόλαια.
«Ο τρόπος για να καταφέρουν κάτι τέτοιο ήταν να χρησιμοποιήσουν δομημένα προϊόντα που περιλαμβάνουν δυνατότητα πώλησης», λέει ο κ. Nicklin. «Οι εταιρίες πουλούσαν options για να κερδίσουν το premium που προκύπτει από την άνοδο της ισοτιμίας. Η οικονομική κρίση έχει σφόδρα επηρεάσει τη στρατηγική αυτή. Αφού είδαν ακραίες διακυμάνσεις στην αγορά συναλλάγματος, οι εταιρίες είναι τώρα πολύ περισσότερο επιφυλακτικές σχετικά με τις πιθανές υποχρεώσεις για ταμειακές ροές που προκύπτουν από short options».
Ευτυχώς που έχω options!
Τώρα, αντί για δυνατότητα πώλησης, τα τραπεζικά στελέχη των τμημάτων συναλλάγματος ισχυρίζονται ότι οι εταιρίες χαίρονται να αγοράζουν και να κατέχουν options, παρά το ότι αυτά είναι ακριβά εν συγκρίσει με τις ιστορικές τους τιμές. Ωστόσο, οι εταιρίες έχουν την τάση να μην πληρώνουν προκαταβολικά premium. Συνήθως, μια εταιρία θα διενεργήσει μια πράξη που θα προβλέπει μηδενικό premium με προοπτική κατοχής option. Το προϊόν θα δώσει συνήθως στον κάτοχο προστασία για ολόκληρη την έκθεσή του με μια υποχρέωση που ενίοτε είναι μηδενική.
Φθηνότερες στρατηγικές
Αν και μια στρατηγική που προβλέπει την κατοχή options είναι βολική για τις επιχειρήσεις, καθώς καταναλώνει λιγότερο ρευστό (το οποίο τώρα αποτελεί είδος πολυτελείας), τα options εξακολουθούν να είναι ακριβά. Ωστόσο, ο κ. Nicklin ισχυρίζεται πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να γίνουν αυτές οι στρατηγικές φθηνότερες.
«Μπορείς να θέσεις δίχτυ ασφαλείας στο option προκειμένου να μειώσεις το κόστος ή να είσαι προσεκτικός όταν επιλέγεις το optionality έναντι των πραγματικών ταμειακών σου ροών», λέει.
«Τελικά μπορούμε να κάνουμε φθηνότερη μια στρατηγική που έχει ως βάση την κατοχή options με το να κατανοήσουμε καλύτερα τη φύση της τοποθέτησής μας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την οποία μιλάμε».
«Όσο καλύτερα κατανοήσουμε τη συγκεκριμένη δραστηριότητα τόσο πιο εύστοχη θα είναι η λύση την οποία θα δώσουμε, που θα μας επιτρέψει σε πολλές περιπτώσεις να φτιάξουμε κάτι το οποίο, αν και θα περιλαμβάνει προαιρετικές προθεσμιακές συναλλαγές, θα είναι σχετικά φθηνό».
Ο κίνδυνος των ταμειακών ροών
Οι στρατηγικές τύπου «ταμειακές ροές σε κίνδυνο» (Cash Flow at Risk - CFaR) καθίστανται όλο και περισσότερο δημοφιλείς. Λιγότερο γνωστή από τη συγγενική Value at Risk, η CFaR αποτελεί μέτρο της μεταβλητότητας των μελλοντικών ταμειακών ροών και για τον λόγο αυτόν ταιριάζει σε επιχειρήσεις που πρέπει να προσδιορίζουν την επίδραση στα κέρδη τους.
Στην ουσία η CFaR πραγματώνεται με την εξέταση των επιτοκίων που οι επιχειρήσεις επιτυγχάνουν μέσω της αντιστάθμισης κινδύνου, εν συγκρίσει με τη μελλοντική ισοτιμία.
Η εξέταση της επίπτωσης των επιτοκίων μετά την αντιστάθμιση κινδύνου βοηθά τις εταιρίες με εξαγωγικό προσανατολισμό να ποσοτικοποιήσουν τις εισπράξεις τους και αυτές που λειτουργούν κυρίως ως εισαγωγείς να ποσοτικοποιήσουν τα τιμολόγιά τους. Το να μην έχει γίνει αντιστάθμιση κινδύνου και να υπάρξει μια «αναποδιά» στην κίνηση του συναλλάγματος θα έχει ως αποτέλεσμα ο εισαγωγέας να λάβει λιγότερο συνάλλαγμα από τη δραστηριότητά του. Από την άλλη, τυχόν κίνηση του συναλλάγματος προς την αντίθετη κατεύθυνση θα έχει ως αποτέλεσμα το υψηλότερο κόστος των ξένων αγαθών για τους εισαγωγείς. Χωρίς αντιστάθμιση, οποιαδήποτε κίνηση του συναλλάγματος θα πλήξει απευθείας τις ταμειακές ροές - αυτό είναι το Cash Flow at Risk.
Μια τυπική στρατηγική κατοχής options παρέχει προστασία σε όλο το εύρος της έκθεσης, αλλά συνεπάγεται υποχρεώσεις μόνο για το μισό από αυτό, επιτρέποντας στην επιχείρηση να διεξάγει συναλλαγή επί του άλλου μισού με το επιτόκιο που θα προκύψει. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό επιτόκιο δεν είναι πάντα ένας «καθαρός αριθμός» επί όλων των ισοτιμιών.
Χρησιμοποιώντας επιχειρηματική γλώσσα
Η RBS μελετά την ανάπτυξη ενός τρόπου για να εκφράσει τους κινδύνους και τα νοήματα των θέσεων που κατέχει μια εταιρία, χρησιμοποιώντας μετρικά που οι εταιρίες θα μπορούν να κατανοήσουν. «Ο στόχος είναι να παρουσιαστούν τα πιθανά αποτελέσματα με καθαρό και απλό τρόπο εκφρασμένα σε όρους πραγματικού επιτοκίου. Η RBS ανέπτυξε ένα εργαλείο που ονομάζεται Xportfolio και κάνει ακριβώς αυτό», λέει ο κ. Nicklin.
«Επιτρέπει σε μια επιχείρηση να κάνει τη δική της ανάλυση των ταμειακών ροών για να προσδιορίσει τα πραγματικά επιτόκια που θα προκύψουν μέσω διαφόρων πιθανών σεναρίων και έτσι να ποσοτικοποιήσει τον κίνδυνο των ταμειακών ροών».
Οι εταιρίες τυπικά επιχειρούν να εφαρμόσουν μια αδρή εκδοχή της ανάλυσης αυτής χρησιμοποιώντας λογιστικά φύλλα. Ωστόσο, η πρόσφατη μεταβλητότητα υπογράμμισε την ανάγκη για περισσότερο εξειδικευμένα εργαλεία.
Ο κ. Petere Seward, αντιπρόεδρος αρμόδιος για στρατηγικά προϊόντα στην εξειδικευμένη σε θέματα hedge accounting, Reval, η οποία έχει αναπτύξει μια εφαρμογή CFaR για το λογισμικό διαχείρισης κινδύνου, λέει ότι τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι τράπεζες έχουν ήδη ξεκινήσει να χρησιμοποιούν αυτήν τη μέθοδο προσδιορισμού του κινδύνου, η οποία παρέχει περισσότερη ακρίβεια.
«Οι εταιρίες που αντισταθμίζουν τον ισοτιμιακό κίνδυνο, για παράδειγμα, αντισταθμίζουν πιο συχνά τις προβλέψεις τους για έσοδα και έξοδα που σχετίζονται με το συνάλλαγμα και τις ταμειακές ροές που βρίσκονται έως και 2 έτη εκτός της περιόδου αναφοράς», αναφέρει.
«Αυτές οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να προσδιορίσουν την επίπτωση που οι κινήσεις του συναλλάγματος θα έχουν στην αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών, και άρα και των κερδών και των ζημιών».
«Aκόμα και αν αυτές οι ταμειακές ροές εμφανιστούν στον ισολογισμό ως εισπρακτέα ή ως πληρωτέα ποσά, αυτό θα αφορά συνήθως σε μια μικρή περίοδο χρόνου (από 30 έως 90 ημέρες). Τότε, οι ταμειακές ροές μεταφέρονται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης ως έσοδο ή ως έξοδο και είναι η τελική αξία που θα έχουν και για την οποία οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται», προσθέτει.
Κατανοώντας τη CFaR
Ο κ. Clive Banks, επικεφαλής του τμήματος παραγώγων και συναλλάγματος για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην BNP Paribas, λέει ότι η τράπεζά του βοηθά τις εταιρίες να κατανοήσουν τη μέθοδο των «ταμειακών ροών σε κίνδυνο» εδώ και αρκετά χρόνια.
«Οι CFO θέλουν να ξέρουν ποια θα είναι η επίπτωση επί των κερδών», αναφέρει ο κ. Banks. «Συχνά θα αποφανθούν επί των αλλαγών στα EBIT με γνώμονα την ισοτιμιακή σταθερότητα - αλλά βέβαια οι ισοτιμίες δεν μένουν αμετάβλητες. Δείχνουμε στις εταιρίες αυτό που μπορεί κανείς να αποκαλέσει CFaR εξομοιώνοντας stress καταστάσεις επί των κερδών ανά μετοχή, των εσόδων, των EBIT ή οποιουδήποτε στοιχείου».
Αβέβαιοι καιροί
Ο κ. Banks προσθέτει ότι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα από το να προβλεφθεί το πού θα είναι τα επιτόκια είναι το να καταστήσει κανείς ικανές τις εταιρίες να προβλέψουν τις ταμειακές ροές τους σε καιρούς οικονομικής αβεβαιότητας και να υπολογίσουν τους όγκους για το έτος που έρχεται, με γνώμονα το έως ποιο σημείο θα πρέπει γίνει hedging.
Συμφωνεί ότι αυτό οδήγησε στην αύξηση του ενδιαφέροντος για options. «H αύξηση της μεταβλητότητας αποθάρρυνε τις άμεσες αγορές options εκ μέρους των επιχειρήσεων, αλλά αντίθετα έδωσε ώθηση στην πώληση πιο μακροπρόθεσμων προθεσμιακών, όπου ήταν γνωστό ότι θα απαιτούνταν περισσότερο hedging», λέει. Επιπρόσθετα, ο ίδιος τονίζει ότι το τρέχον οικονομικό κλίμα έχει προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αντιστάθμιση κινδύνου νομισμάτων από αναδυόμενες οικονομίες. Το ότι τόσες μεγάλες εταιρίες ρίχνουν το βάρος της προσοχής τους και της επενδυτικής στρατηγικής τους στην Ασία ή σε άλλες αναπτυσσόμενες αγορές σημαίνει ότι ο κίνδυνος που συνεπάγεται η συναλλαγή σε ισοτιμίες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάποια από τις χώρες του G10 έχει καταστεί περισσότερο πιεστικός.
Ο κ. Chris Leuschke, επικεφαλής του τμήματος συναλλάγματος για λογαριασμό της RBS, επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται και για την επίπτωση την οποία θα έχουν στις λογιστικές τους καταστάσεις οι μεταβολές στο συνάλλαγμα. Αυτή η κατάσταση κινδύνου μπορεί να σημαίνει ότι μια εταιρία θα υποστεί μείωση της αξίας της λόγω αλλαγών στα επιτόκια - κάτι το οποίο θα σημάνει απομείωση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού που είναι αποτιμημένες σε συνάλλαγμα.
Ο κ. Leusche υπογραμμίζει ότι η επίπτωση της μεταβλητότητας του συναλλάγματος στα λογιστικά θέματα είναι παρόμοια με την έκθεση στην καθημερινή μεταβολή των ισοτιμιών. Αυτό σημαίνει ότι τα συνηθισμένα «εργαλεία» είναι σε θέση να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να διαχειριστούν τέτοιου είδους έκθεση. «Τα εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου που χρησιμοποιούνται μοιάζουν πολύ με αυτά. Απλώς ο λόγος είναι διαφορετικός: το λεγόμενο translation exposure» (ο κίνδυνος δηλαδή που προκύπτει κατά τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, από την ανάγκη μετατροπής των αποτελεσμάτων ενός ξένου τίτλου σε εγχώριο νόμισμα).
Κανονικά οι επιχειρήσεις δεν ασχολούνται με τη διαπραγμάτευση συναλλάγματος. Θέλουν όμως να ξέρουν την επίπτωση του συναλλαγματικού κινδύνου στα κέρδη και στις ζημίες τους και συνεπώς και στα κέρδη ανά μετοχή. Όσο η αβεβαιότητα στην αγορά συναλλάγματος συνεχίζεται, η χρήση του CFaR ως του πιο ακριβούς τρόπου υπολογισμού του για τι χρειάζεται αντιστάθμιση κινδύνου μοιάζει έτοιμη να κερδίσει έδαφος.
Η αποσπασματική παγκόσμια ανάκαμψη οδήγησε, κατά τους τελευταίους 18 μήνες, σε υψηλά επίπεδα ισοτιμιακής μεταβλητότητας. Στο χαμηλότερο σημείο του το ευρώ έχασε περισσότερο από το 20% της αξίας του έναντι του δολαρίου και, σε μία μόνο εβδομάδα τον Ιούνιο, η στερλίνα έκανε ράλι 4% έναντι του ευρωπαϊκού νομίσματος - κέρδη που δέκα ημέρες αργότερα εξανεμίστηκαν.
Με τις ανά τον κόσμο οικονομικές συνθήκες να παραμένουν ασταθείς, δεν είναι σπάνιο να παρατηρούνται συναλλαγματικές μεταβολές της τάξης του 1,5% σε μία μόνο ημέρα, ποσοστό που στις περιπτώσεις των περισσότερο ριψοκίνδυνων νομισμάτων είναι αυξημένο. Η κατάσταση αυτή οδήγησε τις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους σε ό,τι αφορά το hedging και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να φροντίσουν -για πρώτη φορά- να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο της έκθεσής τους σε συνάλλαγμα.
Η επίδραση στις ταμειακές ροές
Ο κ. Ben Nicklin, επικεφαλής του τμήματος συναλλάγματος για λογαριασμό της Royal Bank of Scotland στο Λονδίνο, λέει ότι το τρέχον οικονομικό κλίμα έχει επηρεάσει το μέγεθος αλλά και τη φύση των ταμειακών ροών των επιχειρήσεων καθώς και πως οι χαμηλότερες και λιγότερο προβλέψιμες ταμειακές ροές έχουν κάνει αρκετές επιχειρήσεις λιγότερο σίγουρες για το μέλλον.
Η αβεβαιότητα αυτή ώθησε αρκετές από τις επιχειρήσεις να εξετάσουν πιο προσεκτικά την έκθεσή τους σε συνάλλαγμα και αυτούς που ήδη ακολουθούσαν πρακτικές αντιστάθμισης κινδύνου να αλλάξουν τη στρατηγική τους. Η ανεπανάληπτη μεταβλητότητα και αβεβαιότητα συντόμευσαν κατά πολύ τον ορίζοντα του hedging των επιχειρήσεων.
«Δύο ή τρία χρόνια πριν οι επιχειρήσεις προέβλεπαν τις μελλοντικές τους ταμειακές ροές και αντιστάθμιζαν τον κίνδυνο με ορίζοντα 18 μηνών, ενώ και οι περιπτώσεις του hedgaρίσματος με ορίζοντα δύο ετών δεν ήταν ασυνήθιστες. Τώρα είναι πολύ λιγότερο πρόθυμες να κάνουν κάτι τέτοιο», λέει ο κ. Nicklin.
Το χειρότερο σενάριο για μια επιχείρηση είναι να αντισταθμίσει τον κίνδυνο για τις προβλεπόμενες ταμειακές της ροές και στη συνέχεια να ανακαλύψει ότι οι πραγματικές ταμειακές της ροές θα είναι μικρότερες από τις αρχικά υπολογισθείσες. Το hedge που έχει , θα πρέπει να μειωθεί, συνήθως με κάποιο κόστος. Είναι ακριβώς η θέση την οποία μια εταιρία επιδιώκει να αποφύγει με τη μείωση του χρονικού ορίζοντα αντιστάθμισης ή με τον περιορισμό των υποχρεώσεων που προκύπτουν από την ίδια την αντιστάθμιση.
Αλλαγές στα προϊόντα
Η οικονομική κρίση και η συνεπακόλουθη μεταβλητότητα είχαν ακόμη ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση της προτίμησης που δείχνουν οι επιχειρήσεις στα προϊόντα τα οποία χρησιμοποιούν για να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο. Λίγα χρόνια πριν, όταν οι ισοτιμίες ήταν περισσότερο σταθερές, πολλές επιχειρήσεις δεν έβλεπαν τον λόγο να προχωρήσουν σε αντιστάθμιση κινδύνου. Αυτές που αντιστάθμιζαν τον κίνδυνο έψαχναν για «κελεπούρι»: επιτόκια καλύτερα από ό,τι θα μπορούσε κανείς να εξασφαλίσει μέσω απλούστερων προϊόντων όπως τα spot ή τα μελλοντικά συμβόλαια.
«Ο τρόπος για να καταφέρουν κάτι τέτοιο ήταν να χρησιμοποιήσουν δομημένα προϊόντα που περιλαμβάνουν δυνατότητα πώλησης», λέει ο κ. Nicklin. «Οι εταιρίες πουλούσαν options για να κερδίσουν το premium που προκύπτει από την άνοδο της ισοτιμίας. Η οικονομική κρίση έχει σφόδρα επηρεάσει τη στρατηγική αυτή. Αφού είδαν ακραίες διακυμάνσεις στην αγορά συναλλάγματος, οι εταιρίες είναι τώρα πολύ περισσότερο επιφυλακτικές σχετικά με τις πιθανές υποχρεώσεις για ταμειακές ροές που προκύπτουν από short options».
Ευτυχώς που έχω options!
Τώρα, αντί για δυνατότητα πώλησης, τα τραπεζικά στελέχη των τμημάτων συναλλάγματος ισχυρίζονται ότι οι εταιρίες χαίρονται να αγοράζουν και να κατέχουν options, παρά το ότι αυτά είναι ακριβά εν συγκρίσει με τις ιστορικές τους τιμές. Ωστόσο, οι εταιρίες έχουν την τάση να μην πληρώνουν προκαταβολικά premium. Συνήθως, μια εταιρία θα διενεργήσει μια πράξη που θα προβλέπει μηδενικό premium με προοπτική κατοχής option. Το προϊόν θα δώσει συνήθως στον κάτοχο προστασία για ολόκληρη την έκθεσή του με μια υποχρέωση που ενίοτε είναι μηδενική.
Φθηνότερες στρατηγικές
Αν και μια στρατηγική που προβλέπει την κατοχή options είναι βολική για τις επιχειρήσεις, καθώς καταναλώνει λιγότερο ρευστό (το οποίο τώρα αποτελεί είδος πολυτελείας), τα options εξακολουθούν να είναι ακριβά. Ωστόσο, ο κ. Nicklin ισχυρίζεται πως υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να γίνουν αυτές οι στρατηγικές φθηνότερες.
«Μπορείς να θέσεις δίχτυ ασφαλείας στο option προκειμένου να μειώσεις το κόστος ή να είσαι προσεκτικός όταν επιλέγεις το optionality έναντι των πραγματικών ταμειακών σου ροών», λέει.
«Τελικά μπορούμε να κάνουμε φθηνότερη μια στρατηγική που έχει ως βάση την κατοχή options με το να κατανοήσουμε καλύτερα τη φύση της τοποθέτησής μας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την οποία μιλάμε».
«Όσο καλύτερα κατανοήσουμε τη συγκεκριμένη δραστηριότητα τόσο πιο εύστοχη θα είναι η λύση την οποία θα δώσουμε, που θα μας επιτρέψει σε πολλές περιπτώσεις να φτιάξουμε κάτι το οποίο, αν και θα περιλαμβάνει προαιρετικές προθεσμιακές συναλλαγές, θα είναι σχετικά φθηνό».
Ο κίνδυνος των ταμειακών ροών
Οι στρατηγικές τύπου «ταμειακές ροές σε κίνδυνο» (Cash Flow at Risk - CFaR) καθίστανται όλο και περισσότερο δημοφιλείς. Λιγότερο γνωστή από τη συγγενική Value at Risk, η CFaR αποτελεί μέτρο της μεταβλητότητας των μελλοντικών ταμειακών ροών και για τον λόγο αυτόν ταιριάζει σε επιχειρήσεις που πρέπει να προσδιορίζουν την επίδραση στα κέρδη τους.
Στην ουσία η CFaR πραγματώνεται με την εξέταση των επιτοκίων που οι επιχειρήσεις επιτυγχάνουν μέσω της αντιστάθμισης κινδύνου, εν συγκρίσει με τη μελλοντική ισοτιμία.
Η εξέταση της επίπτωσης των επιτοκίων μετά την αντιστάθμιση κινδύνου βοηθά τις εταιρίες με εξαγωγικό προσανατολισμό να ποσοτικοποιήσουν τις εισπράξεις τους και αυτές που λειτουργούν κυρίως ως εισαγωγείς να ποσοτικοποιήσουν τα τιμολόγιά τους. Το να μην έχει γίνει αντιστάθμιση κινδύνου και να υπάρξει μια «αναποδιά» στην κίνηση του συναλλάγματος θα έχει ως αποτέλεσμα ο εισαγωγέας να λάβει λιγότερο συνάλλαγμα από τη δραστηριότητά του. Από την άλλη, τυχόν κίνηση του συναλλάγματος προς την αντίθετη κατεύθυνση θα έχει ως αποτέλεσμα το υψηλότερο κόστος των ξένων αγαθών για τους εισαγωγείς. Χωρίς αντιστάθμιση, οποιαδήποτε κίνηση του συναλλάγματος θα πλήξει απευθείας τις ταμειακές ροές - αυτό είναι το Cash Flow at Risk.
Μια τυπική στρατηγική κατοχής options παρέχει προστασία σε όλο το εύρος της έκθεσης, αλλά συνεπάγεται υποχρεώσεις μόνο για το μισό από αυτό, επιτρέποντας στην επιχείρηση να διεξάγει συναλλαγή επί του άλλου μισού με το επιτόκιο που θα προκύψει. Αυτό σημαίνει ότι το πραγματικό επιτόκιο δεν είναι πάντα ένας «καθαρός αριθμός» επί όλων των ισοτιμιών.
Χρησιμοποιώντας επιχειρηματική γλώσσα
Η RBS μελετά την ανάπτυξη ενός τρόπου για να εκφράσει τους κινδύνους και τα νοήματα των θέσεων που κατέχει μια εταιρία, χρησιμοποιώντας μετρικά που οι εταιρίες θα μπορούν να κατανοήσουν. «Ο στόχος είναι να παρουσιαστούν τα πιθανά αποτελέσματα με καθαρό και απλό τρόπο εκφρασμένα σε όρους πραγματικού επιτοκίου. Η RBS ανέπτυξε ένα εργαλείο που ονομάζεται Xportfolio και κάνει ακριβώς αυτό», λέει ο κ. Nicklin.
«Επιτρέπει σε μια επιχείρηση να κάνει τη δική της ανάλυση των ταμειακών ροών για να προσδιορίσει τα πραγματικά επιτόκια που θα προκύψουν μέσω διαφόρων πιθανών σεναρίων και έτσι να ποσοτικοποιήσει τον κίνδυνο των ταμειακών ροών».
Οι εταιρίες τυπικά επιχειρούν να εφαρμόσουν μια αδρή εκδοχή της ανάλυσης αυτής χρησιμοποιώντας λογιστικά φύλλα. Ωστόσο, η πρόσφατη μεταβλητότητα υπογράμμισε την ανάγκη για περισσότερο εξειδικευμένα εργαλεία.
Ο κ. Petere Seward, αντιπρόεδρος αρμόδιος για στρατηγικά προϊόντα στην εξειδικευμένη σε θέματα hedge accounting, Reval, η οποία έχει αναπτύξει μια εφαρμογή CFaR για το λογισμικό διαχείρισης κινδύνου, λέει ότι τόσο οι επιχειρήσεις όσο και οι τράπεζες έχουν ήδη ξεκινήσει να χρησιμοποιούν αυτήν τη μέθοδο προσδιορισμού του κινδύνου, η οποία παρέχει περισσότερη ακρίβεια.
«Οι εταιρίες που αντισταθμίζουν τον ισοτιμιακό κίνδυνο, για παράδειγμα, αντισταθμίζουν πιο συχνά τις προβλέψεις τους για έσοδα και έξοδα που σχετίζονται με το συνάλλαγμα και τις ταμειακές ροές που βρίσκονται έως και 2 έτη εκτός της περιόδου αναφοράς», αναφέρει.
«Αυτές οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται να προσδιορίσουν την επίπτωση που οι κινήσεις του συναλλάγματος θα έχουν στην αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών, και άρα και των κερδών και των ζημιών».
«Aκόμα και αν αυτές οι ταμειακές ροές εμφανιστούν στον ισολογισμό ως εισπρακτέα ή ως πληρωτέα ποσά, αυτό θα αφορά συνήθως σε μια μικρή περίοδο χρόνου (από 30 έως 90 ημέρες). Τότε, οι ταμειακές ροές μεταφέρονται στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης ως έσοδο ή ως έξοδο και είναι η τελική αξία που θα έχουν και για την οποία οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται», προσθέτει.
Κατανοώντας τη CFaR
Ο κ. Clive Banks, επικεφαλής του τμήματος παραγώγων και συναλλάγματος για ευρωπαϊκές επιχειρήσεις στην BNP Paribas, λέει ότι η τράπεζά του βοηθά τις εταιρίες να κατανοήσουν τη μέθοδο των «ταμειακών ροών σε κίνδυνο» εδώ και αρκετά χρόνια.
«Οι CFO θέλουν να ξέρουν ποια θα είναι η επίπτωση επί των κερδών», αναφέρει ο κ. Banks. «Συχνά θα αποφανθούν επί των αλλαγών στα EBIT με γνώμονα την ισοτιμιακή σταθερότητα - αλλά βέβαια οι ισοτιμίες δεν μένουν αμετάβλητες. Δείχνουμε στις εταιρίες αυτό που μπορεί κανείς να αποκαλέσει CFaR εξομοιώνοντας stress καταστάσεις επί των κερδών ανά μετοχή, των εσόδων, των EBIT ή οποιουδήποτε στοιχείου».
Αβέβαιοι καιροί
Ο κ. Banks προσθέτει ότι ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα από το να προβλεφθεί το πού θα είναι τα επιτόκια είναι το να καταστήσει κανείς ικανές τις εταιρίες να προβλέψουν τις ταμειακές ροές τους σε καιρούς οικονομικής αβεβαιότητας και να υπολογίσουν τους όγκους για το έτος που έρχεται, με γνώμονα το έως ποιο σημείο θα πρέπει γίνει hedging.
Συμφωνεί ότι αυτό οδήγησε στην αύξηση του ενδιαφέροντος για options. «H αύξηση της μεταβλητότητας αποθάρρυνε τις άμεσες αγορές options εκ μέρους των επιχειρήσεων, αλλά αντίθετα έδωσε ώθηση στην πώληση πιο μακροπρόθεσμων προθεσμιακών, όπου ήταν γνωστό ότι θα απαιτούνταν περισσότερο hedging», λέει. Επιπρόσθετα, ο ίδιος τονίζει ότι το τρέχον οικονομικό κλίμα έχει προκαλέσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για αντιστάθμιση κινδύνου νομισμάτων από αναδυόμενες οικονομίες. Το ότι τόσες μεγάλες εταιρίες ρίχνουν το βάρος της προσοχής τους και της επενδυτικής στρατηγικής τους στην Ασία ή σε άλλες αναπτυσσόμενες αγορές σημαίνει ότι ο κίνδυνος που συνεπάγεται η συναλλαγή σε ισοτιμίες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάποια από τις χώρες του G10 έχει καταστεί περισσότερο πιεστικός.
Ο κ. Chris Leuschke, επικεφαλής του τμήματος συναλλάγματος για λογαριασμό της RBS, επισημαίνει ότι οι επιχειρήσεις ενδιαφέρονται και για την επίπτωση την οποία θα έχουν στις λογιστικές τους καταστάσεις οι μεταβολές στο συνάλλαγμα. Αυτή η κατάσταση κινδύνου μπορεί να σημαίνει ότι μια εταιρία θα υποστεί μείωση της αξίας της λόγω αλλαγών στα επιτόκια - κάτι το οποίο θα σημάνει απομείωση της αξίας των στοιχείων ενεργητικού που είναι αποτιμημένες σε συνάλλαγμα.
Ο κ. Leusche υπογραμμίζει ότι η επίπτωση της μεταβλητότητας του συναλλάγματος στα λογιστικά θέματα είναι παρόμοια με την έκθεση στην καθημερινή μεταβολή των ισοτιμιών. Αυτό σημαίνει ότι τα συνηθισμένα «εργαλεία» είναι σε θέση να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να διαχειριστούν τέτοιου είδους έκθεση. «Τα εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου που χρησιμοποιούνται μοιάζουν πολύ με αυτά. Απλώς ο λόγος είναι διαφορετικός: το λεγόμενο translation exposure» (ο κίνδυνος δηλαδή που προκύπτει κατά τη διαχείριση χαρτοφυλακίου, από την ανάγκη μετατροπής των αποτελεσμάτων ενός ξένου τίτλου σε εγχώριο νόμισμα).
Κανονικά οι επιχειρήσεις δεν ασχολούνται με τη διαπραγμάτευση συναλλάγματος. Θέλουν όμως να ξέρουν την επίπτωση του συναλλαγματικού κινδύνου στα κέρδη και στις ζημίες τους και συνεπώς και στα κέρδη ανά μετοχή. Όσο η αβεβαιότητα στην αγορά συναλλάγματος συνεχίζεται, η χρήση του CFaR ως του πιο ακριβούς τρόπου υπολογισμού του για τι χρειάζεται αντιστάθμιση κινδύνου μοιάζει έτοιμη να κερδίσει έδαφος.
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Oι τράπεζες στην Ευρωζώνη άρχισαν να δανείζονται μεταξύ τους, αλλά με υψηλό επιτόκιο, ενώ εντείνεται η μάχη των νομισμάτων διεθνώς. Reuters, Bloomberg
Oι τράπεζες στην Ευρωζώνη άρχισαν να δανείζονται μεταξύ τους, αλλά με υψηλό επιτόκιο, ενώ εντείνεται η μάχη των νομισμάτων διεθνώς. Reuters, Bloomberg
Ανοδικά κινήθηκε χθες το διατραπεζικό επιτόκιο του ευρώ διάρκειας τριών μηνών (Euribor) ύστερα από την πάροδο 15 μηνών, προσεγγίζοντας το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, δηλαδή το 1%, γεγονός που υποδεικνύει τη βελτίωση του κλίματος στη διατραπεζική αγορά. Παρά την άνοδο, αναλυτές έκαναν λόγο για τις πρώτες ενδείξεις βελτίωσης από τον Ιούλιο του 2009, καθώς οι τράπεζες –έστω και διστακτικά– φαίνονται περισσότερο διατεθειμένες να δανείσουν η μία την άλλη. Αλλά δανείζουν με υψηλότερο επιτόκιο από εκείνο που ίσχυε στην αγορά όταν δεν γίνονταν πράξεις και οι τράπεζες ήταν πλήρως εξαρτημένες από την ΕΚΤ. Σε αυτό αποδίδεται η άνοδος του Euribor στο 0,98%. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, είχε δηλώσει στις 7 Οκτωβρίου ότι οι ισπανικές, πορτογαλικές και ελληνικές τράπεζες μειώνουν την εξάρτησή τους από τα προγράμματα δανεισμού της κεντρικής τράπεζας. Εκανε λόγο για «μετριοπαθή αποκατάσταση του κλίματος» στη διατραπεζική αγορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2010 και διαφώνησε με τον Αξελ Βέμπερ, επικεφαλής της Bundesbank, για τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων.
Την ίδια ώρα, όμως, εντείνονται οι πιέσεις στις αγορές νομισμάτων, με τον επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, να δηλώνει χθες ότι απαιτείται η συνεργασία μεταξύ των οικονομιών. Μιλώντας από τη Σαγκάη, ο κ. Στρος-Καν υπογράμμισε ότι οι μεγάλες ροές κεφαλαίων στις ασιατικές αγορές μπορεί να οδηγήσουν σε απότομες διακυμάνσεις των ισοτιμιών, όταν η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε εύθραυστη πορεία ανάκαμψης.
Ωστόσο, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Τζον Λίπσκι, υποβάθμισε φόβους για το ξέσπασμα ενός «πολέμου ισοτιμιών». Ειδικότερα, ο κ. Λίπσκι αναφέρθηκε στην έμμεση δέσμευση που έδωσε την Παρασκευή ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Μπεν Μπερνάνκι, για την εφαρμογή νέων μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης για τη στήριξη της ανάπτυξη της χώρας. Ωστόσο, ο κ. Λίπσκι δήλωσε ότι «δεν είναι καν βέβαιο εάν θα δράσει η Fed», καθώς όλα εξαρτώνται από την πορεία της οικονομίας. Χθες, το δολάριο κινούνταν ανοδικά έναντι του ευρώ, φθάνοντας στο υψηλό οκταμήνου, καθώς οι αγορές προεξοφλούν βαθμιαία και ήπια υλοποίηση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης της Fed. Ωστόσο, αργότερα το ευρώ ενισχύθηκε οριακά έναντι του δολαρίου, μετά τα εύσημα της Moody’s για την Πορτογαλία.
Προσπάθεια αποτροπής
Οι κεντρικές τράπεζες της Ασίας προσπαθούν να αποτρέψουν την απότομη άνοδο των νομισμάτων τους, καθώς παρατηρούνται μεγάλες ροές κεφαλαίων από επενδυτές που βλέπουν ότι η δυναμική ανάκαμψης σε ΗΠΑ και Ευρώπη δεν είναι αρκετά ισχυρή. Αυτό προκαλεί πρόβλημα στην ανάκαμψη της Δύσης, αλλά και «ανταγωνισμό» υποτιμήσεων μεταξύ νομισμάτων αναδυόμενων αγορών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έχει παρέμβει, για παράδειγμα, στις αγορές για να συγκρατήσει την άνοδο του γιεν, το οποίο έχει παρουσιάσει άνοδο 12% έναντι καλαθιού νομισμάτων από τις αρχές του έτους, γεγονός που καθιστά τα προϊόντα της λιγότερο ελκυστικά στο εξωτερικό, αυξάνοντας το κόστος αγοράς τους.
Χθες βράδυ, το ιαπωνικό νόμισμα κυμάνθηκε στα 82,20 γιεν ανά δολάριο έναντι των 80,88 γιεν που καταγράφηκαν την περασμένη εβδομάδα. Στην προθεσμιακή αγορά, τα στοιχήματα που προεξοφλούσαν φέτος άνοδο του γιεν έφθασαν στα υψηλότερα επίπεδα μετά την πρώτη παρέμβαση της Τράπεζας της Ιαπωνίας για να αναχαιτίσει την άνοδό του. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Ναότο Καν, δήλωσε ενώπιον του κοινοβουλίου ότι είναι «πολύ προβληματισμένος» από την άνοδο του γιεν, ενώ ο υπουργός Χρηματοοικονομικών υποσχέθηκε τη λήψη «ριζικών μέτρων» στις αγορές.
Στην Κίνα, της οποίας η κυβέρνηση δέχεται συνεχείς πιέσεις για την απελευθέρωση της ισοτιμίας του γουάν, δημοσίευμα της People’s Daily αναφέρει ότι η κατά 2,8% ελεγχόμενη άνοδος του νομίσματος είναι βραχυπρόθεσμη.
Η Κίνα αντιστέκεται στις πιέσεις για γρήγορη ανατίμηση του γουάν, ενώ μέτρα για τη συγκράτηση των ισοτιμιών σε χαμηλότερα επίπεδα λαμβάνουν και άλλες χώρες, όπως Βραζιλία, Χιλή, Ν. Κορέα, Ελβετία κ.ά.
Ανοδικά κινήθηκε χθες το διατραπεζικό επιτόκιο του ευρώ διάρκειας τριών μηνών (Euribor) ύστερα από την πάροδο 15 μηνών, προσεγγίζοντας το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ, δηλαδή το 1%, γεγονός που υποδεικνύει τη βελτίωση του κλίματος στη διατραπεζική αγορά. Παρά την άνοδο, αναλυτές έκαναν λόγο για τις πρώτες ενδείξεις βελτίωσης από τον Ιούλιο του 2009, καθώς οι τράπεζες –έστω και διστακτικά– φαίνονται περισσότερο διατεθειμένες να δανείσουν η μία την άλλη. Αλλά δανείζουν με υψηλότερο επιτόκιο από εκείνο που ίσχυε στην αγορά όταν δεν γίνονταν πράξεις και οι τράπεζες ήταν πλήρως εξαρτημένες από την ΕΚΤ. Σε αυτό αποδίδεται η άνοδος του Euribor στο 0,98%. Ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Ζαν-Κλοντ Τρισέ, είχε δηλώσει στις 7 Οκτωβρίου ότι οι ισπανικές, πορτογαλικές και ελληνικές τράπεζες μειώνουν την εξάρτησή τους από τα προγράμματα δανεισμού της κεντρικής τράπεζας. Εκανε λόγο για «μετριοπαθή αποκατάσταση του κλίματος» στη διατραπεζική αγορά κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2010 και διαφώνησε με τον Αξελ Βέμπερ, επικεφαλής της Bundesbank, για τον τερματισμό του προγράμματος αγοράς κρατικών ομολόγων.
Την ίδια ώρα, όμως, εντείνονται οι πιέσεις στις αγορές νομισμάτων, με τον επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος-Καν, να δηλώνει χθες ότι απαιτείται η συνεργασία μεταξύ των οικονομιών. Μιλώντας από τη Σαγκάη, ο κ. Στρος-Καν υπογράμμισε ότι οι μεγάλες ροές κεφαλαίων στις ασιατικές αγορές μπορεί να οδηγήσουν σε απότομες διακυμάνσεις των ισοτιμιών, όταν η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται σε εύθραυστη πορεία ανάκαμψης.
Ωστόσο, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Τζον Λίπσκι, υποβάθμισε φόβους για το ξέσπασμα ενός «πολέμου ισοτιμιών». Ειδικότερα, ο κ. Λίπσκι αναφέρθηκε στην έμμεση δέσμευση που έδωσε την Παρασκευή ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed), Μπεν Μπερνάνκι, για την εφαρμογή νέων μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης για τη στήριξη της ανάπτυξη της χώρας. Ωστόσο, ο κ. Λίπσκι δήλωσε ότι «δεν είναι καν βέβαιο εάν θα δράσει η Fed», καθώς όλα εξαρτώνται από την πορεία της οικονομίας. Χθες, το δολάριο κινούνταν ανοδικά έναντι του ευρώ, φθάνοντας στο υψηλό οκταμήνου, καθώς οι αγορές προεξοφλούν βαθμιαία και ήπια υλοποίηση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης της Fed. Ωστόσο, αργότερα το ευρώ ενισχύθηκε οριακά έναντι του δολαρίου, μετά τα εύσημα της Moody’s για την Πορτογαλία.
Προσπάθεια αποτροπής
Οι κεντρικές τράπεζες της Ασίας προσπαθούν να αποτρέψουν την απότομη άνοδο των νομισμάτων τους, καθώς παρατηρούνται μεγάλες ροές κεφαλαίων από επενδυτές που βλέπουν ότι η δυναμική ανάκαμψης σε ΗΠΑ και Ευρώπη δεν είναι αρκετά ισχυρή. Αυτό προκαλεί πρόβλημα στην ανάκαμψη της Δύσης, αλλά και «ανταγωνισμό» υποτιμήσεων μεταξύ νομισμάτων αναδυόμενων αγορών της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας έχει παρέμβει, για παράδειγμα, στις αγορές για να συγκρατήσει την άνοδο του γιεν, το οποίο έχει παρουσιάσει άνοδο 12% έναντι καλαθιού νομισμάτων από τις αρχές του έτους, γεγονός που καθιστά τα προϊόντα της λιγότερο ελκυστικά στο εξωτερικό, αυξάνοντας το κόστος αγοράς τους.
Χθες βράδυ, το ιαπωνικό νόμισμα κυμάνθηκε στα 82,20 γιεν ανά δολάριο έναντι των 80,88 γιεν που καταγράφηκαν την περασμένη εβδομάδα. Στην προθεσμιακή αγορά, τα στοιχήματα που προεξοφλούσαν φέτος άνοδο του γιεν έφθασαν στα υψηλότερα επίπεδα μετά την πρώτη παρέμβαση της Τράπεζας της Ιαπωνίας για να αναχαιτίσει την άνοδό του. Την περασμένη εβδομάδα, ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας, Ναότο Καν, δήλωσε ενώπιον του κοινοβουλίου ότι είναι «πολύ προβληματισμένος» από την άνοδο του γιεν, ενώ ο υπουργός Χρηματοοικονομικών υποσχέθηκε τη λήψη «ριζικών μέτρων» στις αγορές.
Στην Κίνα, της οποίας η κυβέρνηση δέχεται συνεχείς πιέσεις για την απελευθέρωση της ισοτιμίας του γουάν, δημοσίευμα της People’s Daily αναφέρει ότι η κατά 2,8% ελεγχόμενη άνοδος του νομίσματος είναι βραχυπρόθεσμη.
Η Κίνα αντιστέκεται στις πιέσεις για γρήγορη ανατίμηση του γουάν, ενώ μέτρα για τη συγκράτηση των ισοτιμιών σε χαμηλότερα επίπεδα λαμβάνουν και άλλες χώρες, όπως Βραζιλία, Χιλή, Ν. Κορέα, Ελβετία κ.ά.
Ερευνα για τις διαδικασίες τραπεζών στις κατασχέσεις κατοικιών Reuters
Ερευνα για τις διαδικασίες τραπεζών στις κατασχέσεις κατοικιών Reuters
Ενδελεχή έρευνα για τις διαδικασίες που ακολούθησαν οι τράπεζες στις κατασχέσεις κατοικιών δρομολογεί η αμερικανική κυβέρνηση, με τον υπουργό Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, Σον Ντόναβαν (Shaun Donovan), να επισημαίνει σε άρθρο του ότι ήταν «επονείδιστος» η συμπεριφορά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιδεινώνοντας τις επιπτώσεις στην αμερικανική αγορά στεγαστικής
πίστης. Μάλιστα, ο κ. Ντόναβαν είναι διατεθειμένος να εφαρμόσει τον νόμο στις περιπτώσεις που ανακαλυφθούν προβλήματα, τονίζοντας σε άρθρο που έγραψε στην ιστοσελίδα της Huffington Post ότι «είναι δικαιολογημένη η οργή των Αμερικανών». Την ίδια ώρα, η επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας εγγύησης καταθέσεων, Σίλα Μπερ (Sheila Bair), τόνισε σε συνέντευξη που έδωσε στα αμερικανικά ΜΜΕ ότι «οι κατασχέσεις κατοικιών είναι πολύ σοβαρή διαδικασία και θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον όταν θα έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης των δανείων». Ο κ. Ντόναβαν αποκάλυψε, επίσης, ότι οι κρατικές υπηρεσίες, που έχουν αναλάβει την έρευνα των πρακτικών που ακολουθήθηκαν στις κατασχέσεις κατοικιών, προειδοποιούν τις τράπεζες ότι «πρέπει να ακολουθήσουν τον νόμο - και αυτές (οι τράπεζες) που δεν το έπραξαν οφείλουν να διορθώσουν το σφάλμα τους».
Ενδελεχή έρευνα για τις διαδικασίες που ακολούθησαν οι τράπεζες στις κατασχέσεις κατοικιών δρομολογεί η αμερικανική κυβέρνηση, με τον υπουργό Στέγασης και Αστικής Ανάπτυξης, Σον Ντόναβαν (Shaun Donovan), να επισημαίνει σε άρθρο του ότι ήταν «επονείδιστος» η συμπεριφορά χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιδεινώνοντας τις επιπτώσεις στην αμερικανική αγορά στεγαστικής
πίστης. Μάλιστα, ο κ. Ντόναβαν είναι διατεθειμένος να εφαρμόσει τον νόμο στις περιπτώσεις που ανακαλυφθούν προβλήματα, τονίζοντας σε άρθρο που έγραψε στην ιστοσελίδα της Huffington Post ότι «είναι δικαιολογημένη η οργή των Αμερικανών». Την ίδια ώρα, η επικεφαλής της ομοσπονδιακής υπηρεσίας εγγύησης καταθέσεων, Σίλα Μπερ (Sheila Bair), τόνισε σε συνέντευξη που έδωσε στα αμερικανικά ΜΜΕ ότι «οι κατασχέσεις κατοικιών είναι πολύ σοβαρή διαδικασία και θα πρέπει να εφαρμόζονται μόνον όταν θα έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια επαναδιαπραγμάτευσης των δανείων». Ο κ. Ντόναβαν αποκάλυψε, επίσης, ότι οι κρατικές υπηρεσίες, που έχουν αναλάβει την έρευνα των πρακτικών που ακολουθήθηκαν στις κατασχέσεις κατοικιών, προειδοποιούν τις τράπεζες ότι «πρέπει να ακολουθήσουν τον νόμο - και αυτές (οι τράπεζες) που δεν το έπραξαν οφείλουν να διορθώσουν το σφάλμα τους».
Ανάκαμψη μετ’ εμποδίων στις ΗΠΑ προβλέπει η Fed. Reuters - Bloomberg
Ανάκαμψη μετ’ εμποδίων στις ΗΠΑ προβλέπει η Fed. Reuters - Bloomberg
Η απρόσμενη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ κατά 0,2% τον Σεπτέμβριο υπέδειξε για μια ακόμη φορά την εύθραυστη αλλά και θολή εικόνα που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία, δικαιολογώντας τις έμμεσες δεσμεύσεις του προέδρου της ομοσπονδιακής τράπεζας (Fed), Μπεν Μπερνάνκι, για παράταση των μέτρων στήριξης της ανάπτυξης μέσω του διατραπεζικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης εμπιστοσύνης στον κατασκευαστικό κλάδο σημείωσε τον Οκτώβριο άνοδο στο 16 από το 13 τον προηγούμενο μήνα, το υψηλότερο τετραμήνου, ενώ το έλλειμμα στον προϋπολογισμό μειώθηκε στα 1,3 τρισ. δολάρια για το έτος που έληξε στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Είναι, όμως, κοινώς αποδεκτή η εκτίμηση ότι η ανάκαμψη της οικονομίας και ειδικότερα της αγοράς νεόδμητων κατοικιών θα είναι βραδεία σε μια οικονομία που η ανεργία παραμένει πεισματικά στο 9,8%, δηλαδή το ζενίθ 26ετίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο κ. Μπερνάνκι υπογράμμισε σε συνέδριο της περιφερειακής Fed στη Βοστώνη, ότι αποστολή της ομοσπονδιακής τράπεζας είναι η καταπολέμηση της ανεργίας και η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, προειδοποίησε ότι «απέχουμε ακόμη από την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στην οικονομία και τη μείωση των ελλειμμάτων από την κρίση», προσθέτοντας όμως ότι «τα τελευταία στοιχεία για τον προϋπολογισμό αποδεικνύουν τη δέσμευση της κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση».
Στόχος της εφαρμογής νέων μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης» είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών προϊόντων στο διεθνές εμπόριο, αλλά πρωτίστως η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και στην αγορά στεγαστικής πίστης, η οποία αποτέλεσε την απαρχή της βαθύτερης κρίσης από το Κραχ του ’29. Καθιστώντας χαμηλότερο το κόστος δανεισμού στην οικονομία, ο κ. Μπερνάνκι αλλά και η αμερικανική κυβέρνηση ελπίζουν πως έτσι θα ενισχυθεί η ροή πίστωσης στην οικονομία και κατ’ επέκταση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, ωστόσο, άφησε να εννοηθεί πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σταδιακά, μέσω της αγοράς κρατικών ή ακόμη και εταιρικών ομολόγων.
«Δεδομένων των στόχων της Fed φαίνεται πως οι συνθήκες δικαιολογούν τη λήψη περαιτέρω μέτρων», είπε ο κ. Μπερνάνκι. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι ο δείκτης προσωπικών δαπανών μη συμπεριλαμβανομένων των τιμών τροφίμων και ενέργειας, υποχώρησε 1,1% το πρώτο οκτάμηνο του έτους. Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών είναι, αν όχι χειρότερη, μια εξέλιξη εξίσου αρνητική για την οικονομία όσο ο πληθωρισμός. Ονομαζόμενη ως αποπληθωρισμός, παγίδευσε την ιαπωνική οικονομία στην αδράνεια επί μια 10ετία, περιορίζοντας ασφυκτικά τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και τις δαπάνες των νοικοκυριών.
Η απρόσμενη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στις ΗΠΑ κατά 0,2% τον Σεπτέμβριο υπέδειξε για μια ακόμη φορά την εύθραυστη αλλά και θολή εικόνα που παρουσιάζει η αμερικανική οικονομία, δικαιολογώντας τις έμμεσες δεσμεύσεις του προέδρου της ομοσπονδιακής τράπεζας (Fed), Μπεν Μπερνάνκι, για παράταση των μέτρων στήριξης της ανάπτυξης μέσω του διατραπεζικού συστήματος. Από την άλλη πλευρά, ο δείκτης εμπιστοσύνης στον κατασκευαστικό κλάδο σημείωσε τον Οκτώβριο άνοδο στο 16 από το 13 τον προηγούμενο μήνα, το υψηλότερο τετραμήνου, ενώ το έλλειμμα στον προϋπολογισμό μειώθηκε στα 1,3 τρισ. δολάρια για το έτος που έληξε στα τέλη Σεπτεμβρίου.
Είναι, όμως, κοινώς αποδεκτή η εκτίμηση ότι η ανάκαμψη της οικονομίας και ειδικότερα της αγοράς νεόδμητων κατοικιών θα είναι βραδεία σε μια οικονομία που η ανεργία παραμένει πεισματικά στο 9,8%, δηλαδή το ζενίθ 26ετίας. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που ο κ. Μπερνάνκι υπογράμμισε σε συνέδριο της περιφερειακής Fed στη Βοστώνη, ότι αποστολή της ομοσπονδιακής τράπεζας είναι η καταπολέμηση της ανεργίας και η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών. Ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, Τίμοθι Γκάιτνερ, προειδοποίησε ότι «απέχουμε ακόμη από την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν στην οικονομία και τη μείωση των ελλειμμάτων από την κρίση», προσθέτοντας όμως ότι «τα τελευταία στοιχεία για τον προϋπολογισμό αποδεικνύουν τη δέσμευση της κυβέρνησης προς αυτή την κατεύθυνση».
Στόχος της εφαρμογής νέων μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης» είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των αμερικανικών προϊόντων στο διεθνές εμπόριο, αλλά πρωτίστως η περαιτέρω μείωση των επιτοκίων και στην αγορά στεγαστικής πίστης, η οποία αποτέλεσε την απαρχή της βαθύτερης κρίσης από το Κραχ του ’29. Καθιστώντας χαμηλότερο το κόστος δανεισμού στην οικονομία, ο κ. Μπερνάνκι αλλά και η αμερικανική κυβέρνηση ελπίζουν πως έτσι θα ενισχυθεί η ροή πίστωσης στην οικονομία και κατ’ επέκταση σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ο κεντρικός τραπεζίτης των ΗΠΑ, ωστόσο, άφησε να εννοηθεί πως κάτι τέτοιο θα συμβεί σταδιακά, μέσω της αγοράς κρατικών ή ακόμη και εταιρικών ομολόγων.
«Δεδομένων των στόχων της Fed φαίνεται πως οι συνθήκες δικαιολογούν τη λήψη περαιτέρω μέτρων», είπε ο κ. Μπερνάνκι. Επεσήμανε, μάλιστα, ότι ο δείκτης προσωπικών δαπανών μη συμπεριλαμβανομένων των τιμών τροφίμων και ενέργειας, υποχώρησε 1,1% το πρώτο οκτάμηνο του έτους. Η επιβράδυνση του ρυθμού αύξησης των τιμών είναι, αν όχι χειρότερη, μια εξέλιξη εξίσου αρνητική για την οικονομία όσο ο πληθωρισμός. Ονομαζόμενη ως αποπληθωρισμός, παγίδευσε την ιαπωνική οικονομία στην αδράνεια επί μια 10ετία, περιορίζοντας ασφυκτικά τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και τις δαπάνες των νοικοκυριών.
Μεγάλη άνοδος τιμών ακινήτων στο Λονδίνο. Κύμα αγοραστών από Ελλάδα και Ιταλία, που αναζητούν ασφαλή επενδυτικά καταφύγια. Bloomberg
Μεγάλη άνοδος τιμών ακινήτων στο Λονδίνο. Κύμα αγοραστών από Ελλάδα και Ιταλία, που αναζητούν ασφαλή επενδυτικά καταφύγια. Bloomberg
Τη μεγαλύτερη αύξηση του τελευταίου εξαμήνου σημείωσαν οι τιμές κατοικιών του Λονδίνου από το έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον από Ελληνες και Ιταλούς, οι οποίοι φαίνεται ότι αδιαφορούν για τους κινδύνους που εμφανίζει η συγκεκριμένη αγορά. H μέση τιμή πώλησης στο Λονδίνο αυξήθηκε κατά 5% από τον Σεπτέμβριο στις 418.778 στερλίνες (477.880 ευρώ), σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη άνοδο από τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με την έκθεση της μεγαλύτερης ιστοσελίδας ακινήτων της Βρετανίας, Rightmove. Στην υπόλοιπη Βρετανία, οι τιμές κατοικίας ενισχύθηκαν κατά 3,1%, στις 263.849 στερλίνες.
«Το γεγονός ότι οι νέοι πωλητές, που εισέρχονται στην αγορά μετά τις θερινές διακοπές, αύξησαν τις τιμές που ζητούν, είναι προφανές ότι δεν δικαιολογεί τα αδύναμα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς», υπογραμμίζει ο εμπορικός διευθυντής της Rightmove, Μάιλς Σίπσαϊντ στο πλαίσιο τηλεοπτικής συνέντευξής του στο πρακτορείο Bloomberg. «Αυτό δείχνει ότι, παρά τις τρέχουσες οικονομικές δυσκολίες, αντιμετωπίζουν προβλήματα οι πωλητές στο να προσαρμοστούν στη νέα αγορά και στα νέα μεγέθη», συμπληρώνει.
«Από την πλευρά τους, οι αγοραστές με μετρητά αποτελούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον κανόνα παρά την εξαίρεση σε πολλές περιοχές του Λονδίνου», τόνισε ο κ. Σίπσαϊντ. «Με τους κτηματομεσίτες να αναφέρουν ένα κύμα αγοραστών από την Ελλάδα και την Ιταλία, οι οποίοι αναζητούν ασφαλή επενδυτικά καταφύγια για τα μετρητά τους, το Λονδίνο παραμένει δημοφιλές σε διεθνές επίπεδο, γεγονός που αναμένεται να συντηρήσει τις τιμές και μάλιστα των ακριβών περιοχών».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της IHS Global Insight στο Λονδίνο Χάουαρτ Αρτσερ εκτιμά πως οι τιμές κατοικίας «θα αρχίσουν να υποχωρούν σταδιακά κατά τους τελευταίους μήνες του 2010, και να υπολείπονται περίπου κατά 10% των σημερινών επιπέδων».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τελευταία έκθεση της Ernst & Young, η οποία αναφέρει ότι «τα θεμελιώδη στοιχεία της στεγαστικής αγοράς παραμένουν «μη συμβατά», και οι τιμές ακινήτων αναμένεται να μειωθούν κατά τη διάρκεια του 2011 με την ανάκαμψή τους να «είναι πιθανότατα χαμηλής ταχύτητας».
Τη μεγαλύτερη αύξηση του τελευταίου εξαμήνου σημείωσαν οι τιμές κατοικιών του Λονδίνου από το έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον από Ελληνες και Ιταλούς, οι οποίοι φαίνεται ότι αδιαφορούν για τους κινδύνους που εμφανίζει η συγκεκριμένη αγορά. H μέση τιμή πώλησης στο Λονδίνο αυξήθηκε κατά 5% από τον Σεπτέμβριο στις 418.778 στερλίνες (477.880 ευρώ), σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη άνοδο από τον Φεβρουάριο, σύμφωνα με την έκθεση της μεγαλύτερης ιστοσελίδας ακινήτων της Βρετανίας, Rightmove. Στην υπόλοιπη Βρετανία, οι τιμές κατοικίας ενισχύθηκαν κατά 3,1%, στις 263.849 στερλίνες.
«Το γεγονός ότι οι νέοι πωλητές, που εισέρχονται στην αγορά μετά τις θερινές διακοπές, αύξησαν τις τιμές που ζητούν, είναι προφανές ότι δεν δικαιολογεί τα αδύναμα θεμελιώδη στοιχεία της αγοράς», υπογραμμίζει ο εμπορικός διευθυντής της Rightmove, Μάιλς Σίπσαϊντ στο πλαίσιο τηλεοπτικής συνέντευξής του στο πρακτορείο Bloomberg. «Αυτό δείχνει ότι, παρά τις τρέχουσες οικονομικές δυσκολίες, αντιμετωπίζουν προβλήματα οι πωλητές στο να προσαρμοστούν στη νέα αγορά και στα νέα μεγέθη», συμπληρώνει.
«Από την πλευρά τους, οι αγοραστές με μετρητά αποτελούν σε μεγαλύτερο βαθμό τον κανόνα παρά την εξαίρεση σε πολλές περιοχές του Λονδίνου», τόνισε ο κ. Σίπσαϊντ. «Με τους κτηματομεσίτες να αναφέρουν ένα κύμα αγοραστών από την Ελλάδα και την Ιταλία, οι οποίοι αναζητούν ασφαλή επενδυτικά καταφύγια για τα μετρητά τους, το Λονδίνο παραμένει δημοφιλές σε διεθνές επίπεδο, γεγονός που αναμένεται να συντηρήσει τις τιμές και μάλιστα των ακριβών περιοχών».
Ο επικεφαλής οικονομολόγος της IHS Global Insight στο Λονδίνο Χάουαρτ Αρτσερ εκτιμά πως οι τιμές κατοικίας «θα αρχίσουν να υποχωρούν σταδιακά κατά τους τελευταίους μήνες του 2010, και να υπολείπονται περίπου κατά 10% των σημερινών επιπέδων».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η τελευταία έκθεση της Ernst & Young, η οποία αναφέρει ότι «τα θεμελιώδη στοιχεία της στεγαστικής αγοράς παραμένουν «μη συμβατά», και οι τιμές ακινήτων αναμένεται να μειωθούν κατά τη διάρκεια του 2011 με την ανάκαμψή τους να «είναι πιθανότατα χαμηλής ταχύτητας».
Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010
http://www.makeuseof.com αξίζει να επισκεφθείτε το συγκεκριμένο site. Θα μάθετε πώς να χρησιμοποιείτε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα αγαπημένα σας γκάτζετ, επωφελούμενοι το δυνατόν περισσότερο των δυνατοτήτων τους. Κάντε κλίκ στο http://www.makeuseof.com
http://www.makeuseof.com/ αξίζει να επισκεφθείτε το συγκεκριμένο site. Θα μάθετε πώς να χρησιμοποιείτε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα αγαπημένα σας γκάτζετ, επωφελούμενοι το δυνατόν περισσότερο των δυνατοτήτων τους. Κάντε κλίκ στο http://www.makeuseof.com/
Ολα τα νέα για τα κινητά τηλέφωνα, τα e-books, τα laptop, τα iBooks, τα ipad, τα iPhone, τα pc και όλα όσα χειρίζεστε καθημερινά και αποτελούν τις λατρεμένες σας συσκευές, είναι συγκεντρωμένα σε αυτόν τον πάντα ενημερωμένο ιστότοπο για να ξέρετε από πρώτο χέρι πώς θα τα εκμεταλλεύεστε στο έπακρον. Το site είναι γεμάτο με τεχνολογικές ειδήσεις που αντλεί από online περιοδικά και sites, ενώ θα βρείτε και νέα για παιχνίδια και παιχνιδομηχανές, ενδιαφέροντα links, αναβαθμίσεις λειτουργικών, ιντερνετικά εργαλεία που θα σας λύσουν τα χέρια κ.ά.
Ολα τα νέα για τα κινητά τηλέφωνα, τα e-books, τα laptop, τα iBooks, τα ipad, τα iPhone, τα pc και όλα όσα χειρίζεστε καθημερινά και αποτελούν τις λατρεμένες σας συσκευές, είναι συγκεντρωμένα σε αυτόν τον πάντα ενημερωμένο ιστότοπο για να ξέρετε από πρώτο χέρι πώς θα τα εκμεταλλεύεστε στο έπακρον. Το site είναι γεμάτο με τεχνολογικές ειδήσεις που αντλεί από online περιοδικά και sites, ενώ θα βρείτε και νέα για παιχνίδια και παιχνιδομηχανές, ενδιαφέροντα links, αναβαθμίσεις λειτουργικών, ιντερνετικά εργαλεία που θα σας λύσουν τα χέρια κ.ά.
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
Οι μάχες μεταξύ νομισμάτων μπορεί να εξελιχθούν σε πόλεμο.
Οι μάχες μεταξύ νομισμάτων μπορεί να εξελιχθούν σε πόλεμο.
Tις τελευταίες ημέρες η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται επί ποδός πολέμου, τουλάχιστον σε επίπεδο αντιπαράθεσης επιχειρημάτων μεταξύ κυβερνήσεων. Από τις 27 Σεπτεμβρίου που ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας, Γκουίντο Μαντέγκα δήλωσε ότι ένας «διεθνής πόλεμος νομισμάτων» έχει ξεσπάσει, το όλο κλίμα έγινε πολεμικό. Κι αυτό το υποδαυλίζει όχι μόνο η γλώσσα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι. Ξεχάστηκαν πια τα ωραία λόγια για τη συνεργασία, η οποία θα τόνωνε την παγκόσμια ανάπτυξη. Η μια χώρα κατηγορεί την άλλη για στρέβλωση της παγκόσμιας ζήτησης, χρησιμοποιώντας ως οπλισμό επιχειρήματα, που ποικίλλουν από την ποσοτική χαλάρωση (κοπή νομισμάτων για αγορά ομολόγων) έως την παρέμβαση στη χρηματαγορά και τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων.
Πίσω από το προπέτασμα καπνού διεξάγονται στην ουσία τρεις μάχες. Η μεγαλύτερη είναι εκείνη με την Κίνα, και την απροθυμία της να επιτρέψει γρήγορη ενίσχυση του γουάν. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν σκληρή γλώσσα, ενώ ειδικά στις ΗΠΑ η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νομοσχέδιο για επιβολή δασμών από αμερικανικές εταιρείες σε προϊόντα χωρών με υποτιμημένα νομίσματα.
Μια δεύτερη μάχη αφορά τη νομισματική πολιτική των πλούσιων οικονομιών, ειδικά εν όψει της προοπτικής οι κεντρικές τράπεζες να αρχίσουν σύντομα να τυπώνουν χαρτονομίσματα για αγορά κρατικών ομολόγων. Το δολάριο έχει υποχωρήσει, κυρίως γιατί η αγορά προσδοκά από τη Fed να δράσει αποφασιστικότερα και γρηγορότερα. Το ευρώ έχει ενισχυθεί λόγω του ότι τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ισχνό ενθουσιασμό για την ποσοτική χαλάρωση. Η οπτική της Κίνας και πολλών άλλων αναδυόμενων χωρών θέλει αυτήν την κίνηση να δημιουργεί σοβαρή στρέβλωση στην παγκόσμια οικονομία, εφόσον ωθεί τους επενδυτές στις αναδυόμενες οικονομίες για υψηλότερες αποδόσεις.
Η τρίτη μάχη διεξάγεται στις αναπτυσσόμενες χώρες και έχει να κάνει με το πώς αντιδρούν σε αυτές τις ροές κεφαλαίων. Αντί να επιτρέψουν στα νομίσματά τους να ενισχυθούν, πολλές κυβερνήσεις έχουν παρέμβει, αγοράζοντας ξένο νόμισμα ή επιβάλλοντας φόρους στη ροή ξένου κεφαλαίου. Πρόσφατα η Βραζιλία διπλασίασε τη φορολόγηση σε όσους ξένους επενδυτές αγοράζουν τα κρατικά της ομόλογα. Πάντως, μέχρι στιγμής όλες οι προαναφερθείσες «μάχες» είναι ελάσσονες. Αλλωστε οι έλεγχοι στα κεφάλαια είναι μετριασμένοι, και από τις ισχυρές οικονομίες μόνο η Ιαπωνία έχει προχωρήσει σε άπαξ παρέμβαση στις αγορές.
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, γιατί πολύ γρήγορα οι προαναφερθείσες μάχες μπορούν να γίνουν πόλεμος. Οι συνθήκες, οι οποίες υπαγορεύουν την απόκλιση των οικονομικών πολιτικών -και ειδικά η αργή ανάπτυξη των ισχυρών οικονομιών- ενδεχομένως να διαρκέσουν χρόνια. Ενόσω εφαρμόζονται αυστηρά μέτρα λιτότητας, το δέλεαρ να χρησιμοποιούν οι χώρες ένα φθηνότερο νόμισμα για να τονώνουν τη ζήτηση θα γίνεται ολοένα και ισχυρότερο.
Πιέσεις στην Κίνα
Εξίσου ισχυρή θα είναι και η πίεση προς τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως αποδιοπομπαίο τράγο. Εν τω μεταξύ, εάν ενταθεί η ροή ξένων κεφαλαίων, οι αναπτυσσόμενες χώρες ίσως αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ του να χάσουν σε ανταγωνιστικότητα, να επιβάλουν δρακόντειους ελέγχους ή να οδηγηθούν σε υπερθέρμανση.
Oλα αυτά επιβάλλουν πολυμερή προσέγγιση. Διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, όπως το ΔΝΤ και η «Ομάδα των Είκοσι» (G20) μπορούν να σφυρηλατήσουν συναίνεση. Η παγκόσμια ζήτηση χρειάζεται αναπροσδιορισμό, μακριά από τις υπερχρεωμένες πλούσιες οικονομίες και περισσότερο κοντά στον αναδυόμενο κόσμο.
Διαρθρωτικές αλλαγές για την τόνωση των δαπανών επίσης βοηθούν, αλλά οι πραγματικές ισοτιμίες χρειάζονται ενίσχυση, όπως και το πραγματικά χαμηλό γουάν.
The Economist
Tις τελευταίες ημέρες η παγκόσμια οικονομία βρίσκεται επί ποδός πολέμου, τουλάχιστον σε επίπεδο αντιπαράθεσης επιχειρημάτων μεταξύ κυβερνήσεων. Από τις 27 Σεπτεμβρίου που ο υπουργός Οικονομικών της Βραζιλίας, Γκουίντο Μαντέγκα δήλωσε ότι ένας «διεθνής πόλεμος νομισμάτων» έχει ξεσπάσει, το όλο κλίμα έγινε πολεμικό. Κι αυτό το υποδαυλίζει όχι μόνο η γλώσσα στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά και οι ίδιοι οι αξιωματούχοι. Ξεχάστηκαν πια τα ωραία λόγια για τη συνεργασία, η οποία θα τόνωνε την παγκόσμια ανάπτυξη. Η μια χώρα κατηγορεί την άλλη για στρέβλωση της παγκόσμιας ζήτησης, χρησιμοποιώντας ως οπλισμό επιχειρήματα, που ποικίλλουν από την ποσοτική χαλάρωση (κοπή νομισμάτων για αγορά ομολόγων) έως την παρέμβαση στη χρηματαγορά και τον έλεγχο στην κίνηση κεφαλαίων.
Πίσω από το προπέτασμα καπνού διεξάγονται στην ουσία τρεις μάχες. Η μεγαλύτερη είναι εκείνη με την Κίνα, και την απροθυμία της να επιτρέψει γρήγορη ενίσχυση του γουάν. Αμερικανοί και Ευρωπαίοι χρησιμοποιούν σκληρή γλώσσα, ενώ ειδικά στις ΗΠΑ η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νομοσχέδιο για επιβολή δασμών από αμερικανικές εταιρείες σε προϊόντα χωρών με υποτιμημένα νομίσματα.
Μια δεύτερη μάχη αφορά τη νομισματική πολιτική των πλούσιων οικονομιών, ειδικά εν όψει της προοπτικής οι κεντρικές τράπεζες να αρχίσουν σύντομα να τυπώνουν χαρτονομίσματα για αγορά κρατικών ομολόγων. Το δολάριο έχει υποχωρήσει, κυρίως γιατί η αγορά προσδοκά από τη Fed να δράσει αποφασιστικότερα και γρηγορότερα. Το ευρώ έχει ενισχυθεί λόγω του ότι τα στελέχη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν ισχνό ενθουσιασμό για την ποσοτική χαλάρωση. Η οπτική της Κίνας και πολλών άλλων αναδυόμενων χωρών θέλει αυτήν την κίνηση να δημιουργεί σοβαρή στρέβλωση στην παγκόσμια οικονομία, εφόσον ωθεί τους επενδυτές στις αναδυόμενες οικονομίες για υψηλότερες αποδόσεις.
Η τρίτη μάχη διεξάγεται στις αναπτυσσόμενες χώρες και έχει να κάνει με το πώς αντιδρούν σε αυτές τις ροές κεφαλαίων. Αντί να επιτρέψουν στα νομίσματά τους να ενισχυθούν, πολλές κυβερνήσεις έχουν παρέμβει, αγοράζοντας ξένο νόμισμα ή επιβάλλοντας φόρους στη ροή ξένου κεφαλαίου. Πρόσφατα η Βραζιλία διπλασίασε τη φορολόγηση σε όσους ξένους επενδυτές αγοράζουν τα κρατικά της ομόλογα. Πάντως, μέχρι στιγμής όλες οι προαναφερθείσες «μάχες» είναι ελάσσονες. Αλλωστε οι έλεγχοι στα κεφάλαια είναι μετριασμένοι, και από τις ισχυρές οικονομίες μόνο η Ιαπωνία έχει προχωρήσει σε άπαξ παρέμβαση στις αγορές.
Παρ’ όλα αυτά δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, γιατί πολύ γρήγορα οι προαναφερθείσες μάχες μπορούν να γίνουν πόλεμος. Οι συνθήκες, οι οποίες υπαγορεύουν την απόκλιση των οικονομικών πολιτικών -και ειδικά η αργή ανάπτυξη των ισχυρών οικονομιών- ενδεχομένως να διαρκέσουν χρόνια. Ενόσω εφαρμόζονται αυστηρά μέτρα λιτότητας, το δέλεαρ να χρησιμοποιούν οι χώρες ένα φθηνότερο νόμισμα για να τονώνουν τη ζήτηση θα γίνεται ολοένα και ισχυρότερο.
Πιέσεις στην Κίνα
Εξίσου ισχυρή θα είναι και η πίεση προς τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίζουν την Κίνα ως αποδιοπομπαίο τράγο. Εν τω μεταξύ, εάν ενταθεί η ροή ξένων κεφαλαίων, οι αναπτυσσόμενες χώρες ίσως αναγκαστούν να επιλέξουν μεταξύ του να χάσουν σε ανταγωνιστικότητα, να επιβάλουν δρακόντειους ελέγχους ή να οδηγηθούν σε υπερθέρμανση.
Oλα αυτά επιβάλλουν πολυμερή προσέγγιση. Διεθνείς οργανισμοί και θεσμοί, όπως το ΔΝΤ και η «Ομάδα των Είκοσι» (G20) μπορούν να σφυρηλατήσουν συναίνεση. Η παγκόσμια ζήτηση χρειάζεται αναπροσδιορισμό, μακριά από τις υπερχρεωμένες πλούσιες οικονομίες και περισσότερο κοντά στον αναδυόμενο κόσμο.
Διαρθρωτικές αλλαγές για την τόνωση των δαπανών επίσης βοηθούν, αλλά οι πραγματικές ισοτιμίες χρειάζονται ενίσχυση, όπως και το πραγματικά χαμηλό γουάν.
The Economist
Ονειρο θερινής νυκτός οι επενδύσεις χωρίς κίνδυνο...
Ονειρο θερινής νυκτός οι επενδύσεις χωρίς κίνδυνο...
Στη θεωρία, ακόμη και εκείνα τα στοιχεία ενεργητικού που έχουν αξιολόγηση "AAA" έχουν 2 στις 10.000 πιθανότητες να αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Μπορεί η αξιολόγηση αυτή να είναι η υψηλότερη δυνατή, αλλά δεν προσφέρει πλήρη απαλλαγή από τον κίνδυνο - κάτι που αποτελεί τον στενό ορισμό του "AAA". Στην πράξη ωστόσο, η έννοια "χωρίς ρίσκο" είναι μάλλον υποκειμενική.
Πριν από την κρίση αρκετοί επενδυτές έμοιαζαν να γνωρίζουν τον κίνδυνο. Η αγορά ήταν έμπλεη ρευστότητας, τα περισσότερα στοιχεία ενεργητικού όδευαν από άνοδο σε άνοδο και η δίψα για αποδόσεις έμοιαζε να υπερακοντίζει σε μεγάλο βαθμό τη σε βάθος ανάλυση για πιθανά προβλήματα. "Τρία χρόνια πριν, όλοι συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχε σημαντική διαφορά ανάμεσα στον κίνδυνο κατοχής εθνικών τίτλων και στον λεγόμενο agency risk ή ανάμεσα στο εθνικό χρέος και στους εταιρικούς τίτλους, οι οποίοι απολάμβαναν αξιολόγηση 'ΑΑΑ'. Ορισμένοι θεωρούσαν ακόμη πως υπήρχε διαφορά ανάμεσα σε μια αξιολόγηση 'AAA' και σε μια 'BBB'", λέει ο κ. Sean Taor, επικεφαλής του τμήματος rates syndicate στην Barclays Capital.
Ένα σκληρό μάθημα
Τώρα φυσικά η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Η κρίση κατέδειξε με τον πλέον παραστατικό τρόπο πως οι τιμές, όπως μπορούν να κατευθυνθούν προς τα πάνω, έτσι μπορούν να κατευθυνθούν και προς τα κάτω. Όπως φάνηκε, το έλλειμμα διαχείρισης κινδύνου ήταν μεγάλο και αφορούσε στους επενδυτές, στους εκδότες τίτλων αλλά και στην ευρύτερη τραπεζική κοινότητα. Αυτό που ακολούθησε ήταν συλλογικός πανικός σε όλη την αγορά, με αποτέλεσμα οι διαχειριστές να αναζητήσουν αυτά που αντιλαμβάνονταν ως "ασφαλείς παραδείσους" σε σχεδόν οποιαδήποτε τιμή.
"Αν παρατηρήσει κανείς το τελευταίο τρίμηνο του 2008, τις ημέρες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Lehman Brothers, θα δει αρνητικά επιτόκια στα έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού δημοσίου. Με άλλα λόγια, ήταν τέτοια η δίψα για υψηλής ποιότητας τίτλους ώστε οι επενδυτές πλήρωναν την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να της δανείσουν χρήματα", λέει ο κ. Andre De Silva, δεύτερος τη τάξει στο τμήμα fixed income strategy της HSBC.
Η τάση για αρνητικά επιτόκια εντόκων αμερικανικών γραμματίων ήταν βραχύβια για προφανείς λόγους, όμως οι επενδυτές έχουν ακόμη στο μυαλό τους τις πληγές του 2008: Για την πλειονότητα η 'επιφυλακτικότητα' είναι το νέο σλόγκαν - νοοτροπία που ενισχύθηκε από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις των τελευταίων μηνών. "Η εμπιστοσύνη των ανθρώπων κλονίστηκε. Η κρίση των subprime και τα πακέτα των εξασφαλισμένων πιστωτικών υποχρεώσεων απέδειξαν ότι οι αξιολογήσεις 'AAA' δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Η 'αγνότητα' του εθνικού χρέους τέθηκε και αυτή εν αμφιβόλω", λέει ο κ. De Silva.
Ο ελληνικός καταλύτης
Ο καταλύτης για την αμφισβήτηση του εθνικού χρέους ήταν ασφαλώς η Ελλάδα, η οποία έφτασε ως το χείλος του γκρεμού στις αρχές του 2010 και απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή μόνο χάρη στην παρέμβαση ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Ακόμη και τώρα η πιθανότητα της ελληνικής χρεοκοπίας προβάλλει απειλητική και αναγκάζει τους επενδυτές να είναι ακόμη πιο προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κινδύνου και το τι θα πει "χωρίς ρίσκο".
"Δύο χρόνια πριν η διαφορά ανάμεσα στο γερμανικό και στο ελληνικό spread ήταν λιγότερο από 0,5%. Τώρα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου είναι στο 10% περίπου, ενώ η αντίστοιχη του γερμανικού στο 2,5%", αναφέρει ο κ. Taor.
Η δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να αποπληρώσει τα χρέη της αποτέλεσε θέμα ιδιαίτερης ανησυχίας, ενώ αμφιβολίες εγέρθηκαν και για άλλες οικονομίες της ευρωζώνης - τις λεγόμενες περιφερειακές: την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Τέτοιοι φόβοι οδήγησαν τις αποδόσεις του χρέους των κυβερνήσεων αυτών στα ύψη. Αντί αυτού, οι επενδυτές προτίμησαν τη σχετική ασφάλεια των αμερικανικών ομολογιών, των γερμανικών bunds ή, σε μικρότερο βαθμό, των βρετανικών τίτλων. "Παγκοσμίως, οι πραγματικοί ωφελημένοι της κρίσης είναι οι γερμανικοί και οι αμερικανικοί τίτλοι", λέει ο κ. Taor.
Τα δολαριακά οφέλη
Πράγματι, τα στοιχεία ενεργητικού σε δολάριο έχουν ωφεληθεί από τη νέα νοοτροπία της επιφυλακτικότητας. Τα διεθνή στοιχεία για τους κατόχους των αμερικανικών ομολόγων δείχνουν επίπεδα-ρεκόρ στις εισροές των δολαριακών στοιχείων ενεργητικού τον φετινό Απρίλιο. Η σχετική έλλειψη δημοσιονομικού περιορισμού εκ μέρους των αμερικανικών αρχών προκάλεσε ορισμένες ανησυχίες, αλλά οι αμερικανικοί τίτλοι έχουν ακόμη ζήτηση και οι διετείς αποδόσεις βρέθηκαν σε χαμηλά επίπεδα- ρεκόρ αυτό το καλοκαίρι.
Η όρεξη για αμερικανικούς τίτλους έχει λογική. Πρώτον, το δημόσιο των ΗΠΑ έχει αξιολόγηση "ΑΑΑ". Δεύτερον, η πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας θεωρείται απειροελάχιστη. Τρίτον, η αμερικανική οικονομία είναι "υπερβολικά μεγάλη για να χρεοκοπήσει". Τέταρτον και κυριότερον, μπορεί να τυπώσει δικό της χρήμα.
"Αν μία χώρα μπορεί να τυπώσει χρήμα κατά βούληση και άρα έχει τον έλεγχο του νομίσματός της, είναι σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένη από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας", λέει ο κ. Pavan Wadhwa, επικεφαλής του τμήματος στρατηγικής επιτοκίων στην Ευρώπη για λογαριασμό της JP Morgan. "Οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία έχουν αυτήν τη δυνατότητα, άρα το χρέος τους μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερο κινδύνου. Στην ευρωζώνη τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα, αφού κανένα κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι από μόνο του έχει έλεγχο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα".
Η ευρωζώνη από τη σκοπιά αυτή είναι μια εξαιρετικά ασυνήθιστη περίπτωση. "Ο προσδιορισμός του κινδύνου είναι δυσχερής στην ευρωζώνη", λέει ο κ. Paul Reynolds της Rothchild. "Η κάθε χώρα έχει θυσιάσει την ικανότητά της να λύνει τα προβλήματά της μέσω του πληθωρισμού. Αυτό είναι το κόστος του πολιτικού συμβιβασμού που βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία της ζώνης του ευρώ".
Πράγματι, η ίδια η ύπαρξη των δυνάμεων της ευρωζώνης ανάγκασε τους επενδυτές να παρακολουθούν επισταμένως τη διάκριση ανάμεσα στο εθνικό χρέος (που εκδίδεται από μία κυβέρνηση σε ξένο νόμισμα) και στα κρατικά ομόλογα (που εκδίδονται από μία κυβέρνηση στο εθνικό της νόμισμα). Τα ομόλογα που οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης εκδίδουν σε ευρώ είναι ένα περίεργο υβρίδιο.
Οι επενδυτές ανταποκρίθηκαν σε αυτά με δύο τρόπους: Πρώτον, συνέχισαν να αντιστοιχίζουν συγκεκριμένους κινδύνους σε συγκεκριμένες χώρες, δημιουργώντας μεγαλύτερη από ποτέ "ψαλίδα" στις αποδόσεις των εθνικών χρεών. Δεύτερον, οι επενδυτές έκαναν αυτό που κάνουν ανεξαιρέτως οι άνθρωποι όταν δεν νιώθουν καλά: επέστρεψαν στο σπίτι τους.
"Υπάρχει μια διακριτή τάση μετανάστευσης προς τις εγχώριες αγορές. Μια μερίδα επενδυτών ανησυχεί αρκετά για τις πιέσεις που ασκούνται στην ευρωζώνη προκειμένου να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος για ολοκληρωτική διάλυσή της. Αν τελικά κάτι τέτοιο συμβεί, οι επενδυτές αυτοί θα προτιμήσουν να βρίσκονται τοποθετημένοι σε χρέος της χώρας τους", λέει ο κ. Wadhwa.
"Ο κόσμος έχει γενικά πολύ μεγαλύτερη επίγνωση του κινδύνου. Τα ομόλογα σε εγχώριο νόμισμα έχουν πρόσφατα κινηθεί ανοδικά κατά 5% - 6% - και αυτό δεν θα πρέπει να αποδίδεται σε κάποια συγκεκριμένη στρατηγική, αλλά στην τάση για λιγότερο κίνδυνο, η οποία έχει εξαπλωθεί ευρύτατα. Οι άνθρωποι είναι σκεπτικοί ακόμη και όταν πρόκειται για στοιχεία ενεργητικού που άλλοτε θεωρούνταν ασφαλή", υποστηρίζει ο κ. Reynolds.
Όχι χωρίς κίνδυνο
Ακόμα και οι τίτλοι που εκδίδονται από τις κυβερνήσεις σε δικό τους νόμισμα δεν είναι απαλλαγμένοι από τον κίνδυνο. Ο κίνδυνος της χρεοκοπίας μπορεί να μην υφίσταται πρακτικά, αλλά υπάρχουν διάφοροι άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
"Το να κατέχει κανείς τίτλους εθνικού χρέους τον εκθέτει σε πληθωριστικούς κινδύνους. Θα πρέπει να σκεφτεί ποιοι κίνδυνοι τον ενδιαφέρουν και πόσο. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για μια λογική χωρίς ρίσκο επένδυση, τότε οι τίτλοι κρατικού χρέους σε εγχώριο νόμισμα είναι η σωστή λύση - προσφέρουν ασφάλεια αλλά και ανύπαρκτες απόλυτες αποδόσεις", λέει ο κ. Reynolds. Προς το παρόν, ο μεγαλύτερος αριθμός επενδυτών ενδιαφέρεται περισσότερο για την ασφάλεια παρά για τις αποδόσεις.
"Η διατήρηση του κεφαλαίου είναι η υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητα", σημειώνει ο κ. Domenico Crapanzano, επικεφαλής του τμήματος επιτοκίων της επενδυτικής τράπεζας Jefferies.
Το μόνο πραγματικά ακίνδυνο μέρος είναι… κάτω από το στρώμα!", προσθέτει.
Ενώ όμως το στρώμα δεν αποτελεί λύση για τους περισσότερους επενδυτές, η μείωση της ρευστότητας από το 2008 δείχνει ότι αρκετοί διαχειριστές εξακολουθούν να είναι δύσπιστοι έναντι των χρηματοοικονομικών αγορών γενικότερα. Ο κ. Crapanzano πιστεύει ότι αυτή η δυσπιστία έχει επιταθεί από τη συμπεριφορά των ανά τον κόσμο Αρχών μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers - και πιο πρόσφατα, από την αντίδραση των χωρών της ευρωζώνης στη διάλυση της Ελλάδας.
"Το σύστημα δεν είναι ελεύθερο να βρει μια ισορροπία, αφού κανείς δεν επιτρέπεται να πτωχεύσει", λέει. "Η δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη της είναι πραγματικά αμφισβητήσιμη. Για την ώρα, διασώθηκε με ενίσχυση, αλλά αυτό δεν είναι κατάσταση που εμπνέει εμπιστοσύνη. Αρκετοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ίσως είχε περισσότερη λογική το να αφεθεί η Ελλάδα να καταρρεύσει. Κάτι τέτοιο θα είχε δώσει τη δυνατότητα στο σύστημα να προχωρήσει".
Κρατώντας τις αποστάσεις
Μπορεί να φαίνεται περίεργο, όμως η αντίδραση ορισμένων επενδυτών είναι να απομακρυνθούν σχεδόν εντελώς από πάλαι ποτέ ασφαλείς παραδείσους. Χωρίς ψευδαισθήσεις για τα τραπεζικά χρέη (λόγω της Lehman) και σκεπτικοί σε ό,τι αφορά το κρατικό χρέος (εξαιτίας της Ελλάδας), θα προτιμούσαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στον επιχειρηματικό κλάδο.
"Τα εταιρικά ομόλογα έχουν καταστεί περισσότερο ακριβά και από ορισμένα κρατικά. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες στον επιχειρηματικό τομέα", υποστηρίζει ο κ. Laurence Mutkin, strategist στο τμήμα επιτοκίων για λογαριασμό της Morgan Stanley.
Ορισμένοι επενδυτές στρέφονται ακόμη και σε junk bonds. Ο κ. Crapanzano σημειώνει: "Δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι επενδυτές προτιμούν να είναι τοποθετημένοι σε junk bonds ή σε αναδυόμενες αγορές - όπου νιώθουν ότι οι αποδόσεις είναι αντίστοιχες του κινδύνου. Για παράδειγμα, η Ιταλία προσφέρει απόδοση 3,5% για 5ετείς τίτλους, αλλά υπάρχει πιθανότητα να μην πάρεις τα χρήματά σου πίσω. Τουλάχιστον, με τα junk οι επενδυτές απολαμβάνουν αξιοπρεπείς αποδόσεις".
Το εύρος των επενδυτικών συμπεριφορών και των αποδόσεων και οι πιέσεις σε όλη την αγορά που επιμένουν είναι στοιχεία για την αβεβαιότητα που εξακολουθεί να παρατηρείται και αντανακλούν την πεποίθηση ότι το παρελθόν ήταν χαοτικό, τα παρόν είναι απρόβλεπτο και το μέλλον άγνωστο. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η μεταβλητότητα αυξάνεται.
"Η οκταετής πιστωτική αύξηση ακολουθήθηκε από σχεδόν τρία χρόνια κρίσης. Είμαστε τώρα σε μια εποχή ανακάλυψης των τιμών - όπου όλα θα πρέπει να ειδωθούν εκ νέου", λέει ο κ. Mutkin.
Αγορά αγοραστών
Οι εκδότες τίτλων έχουν επίγνωση των τάσεων που αλλάζουν. Εκεί που προ της κρίσης ήταν στην pole position, τώρα βρίσκονται σε μια "αγορά αγοραστών" - μετακύλιση που είχε επιπτώσεις και στη συμπεριφορά τους.
"Οι εκδότες προσπαθούν πραγματικά να διατηρήσουν τις αξιολογήσεις τους και αυτό έχει τεράστια επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και προσπαθούν να διαχειριστούν τις οικονομίες τους", λέει ο κ. Giambattista Atzeni της Bank of New York Mellon.
Με άλλα λόγια, οι εκδότες τίτλων, ειδικά των κρατικών, κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να καταστήσουν τους τίτλους τους όσο γίνεται πιο θελκτικούς στους επενδυτές που αποφεύγουν τον κίνδυνο. Οι αντιλήψεις του τι σημαίνει το"χωρίς ρίσκο" έχουν πιθανότατα αλλάξει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και ένθεν. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις ευελπιστούν ότι οι επενδυτές θα εξακολουθήσουν να θεωρούν τους τίτλους τους "χαμηλού ρίσκου" ώστε να τους βρίσκουν ελκυστικούς.
"Αυτή είναι μία ακτίδα φωτός. Οι αγορές θέλουν να δουν ότι οι κυβερνήσεις θέλουν πραγματικά να μειώσουν τα ελλείμματα. Επιβάλλουν πειθαρχία στις Αρχές και είναι ο μόνος πυλώνας που παρουσιάζεται τόσο ισχυρός, ώστε να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο", τονίζει ο κ. Wadhwa.
Το διακύβευμα είναι υψηλό. Οι δυτικές κυβερνήσεις προκάλεσαν τεράστια ελλείμματα τα τελευταία χρόνια και ο μόνος τρόπος να τα αποπληρώσουν είναι να εκδώσουν κρατικό χρέος αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επενδυτές, αρκετοί εκ των οποίων έχουν "καεί", θα αναμιχθούν σε όλο αυτό μόνο στην περίπτωση όπου νιώσουν ασφαλείς.
Η ιδέα του "χωρίς ρίσκο" έχει δεχθεί καίρια πλήγματα. Πλέον, οι εκδότες τίτλων χρέους -είτε πρόκειται για κρατικό είτε για εταιρικό χρέος- προτού ανακτήσουν την επενδυτική εμπιστοσύνη πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τον κίνδυνο.
Στη θεωρία, ακόμη και εκείνα τα στοιχεία ενεργητικού που έχουν αξιολόγηση "AAA" έχουν 2 στις 10.000 πιθανότητες να αθετήσουν τις υποχρεώσεις τους. Μπορεί η αξιολόγηση αυτή να είναι η υψηλότερη δυνατή, αλλά δεν προσφέρει πλήρη απαλλαγή από τον κίνδυνο - κάτι που αποτελεί τον στενό ορισμό του "AAA". Στην πράξη ωστόσο, η έννοια "χωρίς ρίσκο" είναι μάλλον υποκειμενική.
Πριν από την κρίση αρκετοί επενδυτές έμοιαζαν να γνωρίζουν τον κίνδυνο. Η αγορά ήταν έμπλεη ρευστότητας, τα περισσότερα στοιχεία ενεργητικού όδευαν από άνοδο σε άνοδο και η δίψα για αποδόσεις έμοιαζε να υπερακοντίζει σε μεγάλο βαθμό τη σε βάθος ανάλυση για πιθανά προβλήματα. "Τρία χρόνια πριν, όλοι συμπεριφέρονταν σαν να μην υπήρχε σημαντική διαφορά ανάμεσα στον κίνδυνο κατοχής εθνικών τίτλων και στον λεγόμενο agency risk ή ανάμεσα στο εθνικό χρέος και στους εταιρικούς τίτλους, οι οποίοι απολάμβαναν αξιολόγηση 'ΑΑΑ'. Ορισμένοι θεωρούσαν ακόμη πως υπήρχε διαφορά ανάμεσα σε μια αξιολόγηση 'AAA' και σε μια 'BBB'", λέει ο κ. Sean Taor, επικεφαλής του τμήματος rates syndicate στην Barclays Capital.
Ένα σκληρό μάθημα
Τώρα φυσικά η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική. Η κρίση κατέδειξε με τον πλέον παραστατικό τρόπο πως οι τιμές, όπως μπορούν να κατευθυνθούν προς τα πάνω, έτσι μπορούν να κατευθυνθούν και προς τα κάτω. Όπως φάνηκε, το έλλειμμα διαχείρισης κινδύνου ήταν μεγάλο και αφορούσε στους επενδυτές, στους εκδότες τίτλων αλλά και στην ευρύτερη τραπεζική κοινότητα. Αυτό που ακολούθησε ήταν συλλογικός πανικός σε όλη την αγορά, με αποτέλεσμα οι διαχειριστές να αναζητήσουν αυτά που αντιλαμβάνονταν ως "ασφαλείς παραδείσους" σε σχεδόν οποιαδήποτε τιμή.
"Αν παρατηρήσει κανείς το τελευταίο τρίμηνο του 2008, τις ημέρες που ακολούθησαν την κατάρρευση της Lehman Brothers, θα δει αρνητικά επιτόκια στα έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού δημοσίου. Με άλλα λόγια, ήταν τέτοια η δίψα για υψηλής ποιότητας τίτλους ώστε οι επενδυτές πλήρωναν την κυβέρνηση των ΗΠΑ για να της δανείσουν χρήματα", λέει ο κ. Andre De Silva, δεύτερος τη τάξει στο τμήμα fixed income strategy της HSBC.
Η τάση για αρνητικά επιτόκια εντόκων αμερικανικών γραμματίων ήταν βραχύβια για προφανείς λόγους, όμως οι επενδυτές έχουν ακόμη στο μυαλό τους τις πληγές του 2008: Για την πλειονότητα η 'επιφυλακτικότητα' είναι το νέο σλόγκαν - νοοτροπία που ενισχύθηκε από τις ευρωπαϊκές εξελίξεις των τελευταίων μηνών. "Η εμπιστοσύνη των ανθρώπων κλονίστηκε. Η κρίση των subprime και τα πακέτα των εξασφαλισμένων πιστωτικών υποχρεώσεων απέδειξαν ότι οι αξιολογήσεις 'AAA' δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Η 'αγνότητα' του εθνικού χρέους τέθηκε και αυτή εν αμφιβόλω", λέει ο κ. De Silva.
Ο ελληνικός καταλύτης
Ο καταλύτης για την αμφισβήτηση του εθνικού χρέους ήταν ασφαλώς η Ελλάδα, η οποία έφτασε ως το χείλος του γκρεμού στις αρχές του 2010 και απέφυγε την ολοκληρωτική καταστροφή μόνο χάρη στην παρέμβαση ισχυρότερων χωρών της ευρωζώνης και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Ακόμη και τώρα η πιθανότητα της ελληνικής χρεοκοπίας προβάλλει απειλητική και αναγκάζει τους επενδυτές να είναι ακόμη πιο προσεκτικοί σε ό,τι αφορά τη διαχείριση κινδύνου και το τι θα πει "χωρίς ρίσκο".
"Δύο χρόνια πριν η διαφορά ανάμεσα στο γερμανικό και στο ελληνικό spread ήταν λιγότερο από 0,5%. Τώρα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου είναι στο 10% περίπου, ενώ η αντίστοιχη του γερμανικού στο 2,5%", αναφέρει ο κ. Taor.
Η δυνατότητα της ελληνικής κυβέρνησης να αποπληρώσει τα χρέη της αποτέλεσε θέμα ιδιαίτερης ανησυχίας, ενώ αμφιβολίες εγέρθηκαν και για άλλες οικονομίες της ευρωζώνης - τις λεγόμενες περιφερειακές: την Ιρλανδία, την Ιταλία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Τέτοιοι φόβοι οδήγησαν τις αποδόσεις του χρέους των κυβερνήσεων αυτών στα ύψη. Αντί αυτού, οι επενδυτές προτίμησαν τη σχετική ασφάλεια των αμερικανικών ομολογιών, των γερμανικών bunds ή, σε μικρότερο βαθμό, των βρετανικών τίτλων. "Παγκοσμίως, οι πραγματικοί ωφελημένοι της κρίσης είναι οι γερμανικοί και οι αμερικανικοί τίτλοι", λέει ο κ. Taor.
Τα δολαριακά οφέλη
Πράγματι, τα στοιχεία ενεργητικού σε δολάριο έχουν ωφεληθεί από τη νέα νοοτροπία της επιφυλακτικότητας. Τα διεθνή στοιχεία για τους κατόχους των αμερικανικών ομολόγων δείχνουν επίπεδα-ρεκόρ στις εισροές των δολαριακών στοιχείων ενεργητικού τον φετινό Απρίλιο. Η σχετική έλλειψη δημοσιονομικού περιορισμού εκ μέρους των αμερικανικών αρχών προκάλεσε ορισμένες ανησυχίες, αλλά οι αμερικανικοί τίτλοι έχουν ακόμη ζήτηση και οι διετείς αποδόσεις βρέθηκαν σε χαμηλά επίπεδα- ρεκόρ αυτό το καλοκαίρι.
Η όρεξη για αμερικανικούς τίτλους έχει λογική. Πρώτον, το δημόσιο των ΗΠΑ έχει αξιολόγηση "ΑΑΑ". Δεύτερον, η πιθανότητα χρεοκοπίας της χώρας θεωρείται απειροελάχιστη. Τρίτον, η αμερικανική οικονομία είναι "υπερβολικά μεγάλη για να χρεοκοπήσει". Τέταρτον και κυριότερον, μπορεί να τυπώσει δικό της χρήμα.
"Αν μία χώρα μπορεί να τυπώσει χρήμα κατά βούληση και άρα έχει τον έλεγχο του νομίσματός της, είναι σε μεγάλο βαθμό απαλλαγμένη από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας", λέει ο κ. Pavan Wadhwa, επικεφαλής του τμήματος στρατηγικής επιτοκίων στην Ευρώπη για λογαριασμό της JP Morgan. "Οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία έχουν αυτήν τη δυνατότητα, άρα το χρέος τους μπορεί να θεωρηθεί ελεύθερο κινδύνου. Στην ευρωζώνη τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα, αφού κανένα κράτος δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι από μόνο του έχει έλεγχο στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα".
Η ευρωζώνη από τη σκοπιά αυτή είναι μια εξαιρετικά ασυνήθιστη περίπτωση. "Ο προσδιορισμός του κινδύνου είναι δυσχερής στην ευρωζώνη", λέει ο κ. Paul Reynolds της Rothchild. "Η κάθε χώρα έχει θυσιάσει την ικανότητά της να λύνει τα προβλήματά της μέσω του πληθωρισμού. Αυτό είναι το κόστος του πολιτικού συμβιβασμού που βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία της ζώνης του ευρώ".
Πράγματι, η ίδια η ύπαρξη των δυνάμεων της ευρωζώνης ανάγκασε τους επενδυτές να παρακολουθούν επισταμένως τη διάκριση ανάμεσα στο εθνικό χρέος (που εκδίδεται από μία κυβέρνηση σε ξένο νόμισμα) και στα κρατικά ομόλογα (που εκδίδονται από μία κυβέρνηση στο εθνικό της νόμισμα). Τα ομόλογα που οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης εκδίδουν σε ευρώ είναι ένα περίεργο υβρίδιο.
Οι επενδυτές ανταποκρίθηκαν σε αυτά με δύο τρόπους: Πρώτον, συνέχισαν να αντιστοιχίζουν συγκεκριμένους κινδύνους σε συγκεκριμένες χώρες, δημιουργώντας μεγαλύτερη από ποτέ "ψαλίδα" στις αποδόσεις των εθνικών χρεών. Δεύτερον, οι επενδυτές έκαναν αυτό που κάνουν ανεξαιρέτως οι άνθρωποι όταν δεν νιώθουν καλά: επέστρεψαν στο σπίτι τους.
"Υπάρχει μια διακριτή τάση μετανάστευσης προς τις εγχώριες αγορές. Μια μερίδα επενδυτών ανησυχεί αρκετά για τις πιέσεις που ασκούνται στην ευρωζώνη προκειμένου να αντισταθμιστεί ο κίνδυνος για ολοκληρωτική διάλυσή της. Αν τελικά κάτι τέτοιο συμβεί, οι επενδυτές αυτοί θα προτιμήσουν να βρίσκονται τοποθετημένοι σε χρέος της χώρας τους", λέει ο κ. Wadhwa.
"Ο κόσμος έχει γενικά πολύ μεγαλύτερη επίγνωση του κινδύνου. Τα ομόλογα σε εγχώριο νόμισμα έχουν πρόσφατα κινηθεί ανοδικά κατά 5% - 6% - και αυτό δεν θα πρέπει να αποδίδεται σε κάποια συγκεκριμένη στρατηγική, αλλά στην τάση για λιγότερο κίνδυνο, η οποία έχει εξαπλωθεί ευρύτατα. Οι άνθρωποι είναι σκεπτικοί ακόμη και όταν πρόκειται για στοιχεία ενεργητικού που άλλοτε θεωρούνταν ασφαλή", υποστηρίζει ο κ. Reynolds.
Όχι χωρίς κίνδυνο
Ακόμα και οι τίτλοι που εκδίδονται από τις κυβερνήσεις σε δικό τους νόμισμα δεν είναι απαλλαγμένοι από τον κίνδυνο. Ο κίνδυνος της χρεοκοπίας μπορεί να μην υφίσταται πρακτικά, αλλά υπάρχουν διάφοροι άλλοι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη.
"Το να κατέχει κανείς τίτλους εθνικού χρέους τον εκθέτει σε πληθωριστικούς κινδύνους. Θα πρέπει να σκεφτεί ποιοι κίνδυνοι τον ενδιαφέρουν και πόσο. Αν κάποιος ενδιαφέρεται για μια λογική χωρίς ρίσκο επένδυση, τότε οι τίτλοι κρατικού χρέους σε εγχώριο νόμισμα είναι η σωστή λύση - προσφέρουν ασφάλεια αλλά και ανύπαρκτες απόλυτες αποδόσεις", λέει ο κ. Reynolds. Προς το παρόν, ο μεγαλύτερος αριθμός επενδυτών ενδιαφέρεται περισσότερο για την ασφάλεια παρά για τις αποδόσεις.
"Η διατήρηση του κεφαλαίου είναι η υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητα", σημειώνει ο κ. Domenico Crapanzano, επικεφαλής του τμήματος επιτοκίων της επενδυτικής τράπεζας Jefferies.
Το μόνο πραγματικά ακίνδυνο μέρος είναι… κάτω από το στρώμα!", προσθέτει.
Ενώ όμως το στρώμα δεν αποτελεί λύση για τους περισσότερους επενδυτές, η μείωση της ρευστότητας από το 2008 δείχνει ότι αρκετοί διαχειριστές εξακολουθούν να είναι δύσπιστοι έναντι των χρηματοοικονομικών αγορών γενικότερα. Ο κ. Crapanzano πιστεύει ότι αυτή η δυσπιστία έχει επιταθεί από τη συμπεριφορά των ανά τον κόσμο Αρχών μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers - και πιο πρόσφατα, από την αντίδραση των χωρών της ευρωζώνης στη διάλυση της Ελλάδας.
"Το σύστημα δεν είναι ελεύθερο να βρει μια ισορροπία, αφού κανείς δεν επιτρέπεται να πτωχεύσει", λέει. "Η δυνατότητα της Ελλάδας να αποπληρώσει τα χρέη της είναι πραγματικά αμφισβητήσιμη. Για την ώρα, διασώθηκε με ενίσχυση, αλλά αυτό δεν είναι κατάσταση που εμπνέει εμπιστοσύνη. Αρκετοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ίσως είχε περισσότερη λογική το να αφεθεί η Ελλάδα να καταρρεύσει. Κάτι τέτοιο θα είχε δώσει τη δυνατότητα στο σύστημα να προχωρήσει".
Κρατώντας τις αποστάσεις
Μπορεί να φαίνεται περίεργο, όμως η αντίδραση ορισμένων επενδυτών είναι να απομακρυνθούν σχεδόν εντελώς από πάλαι ποτέ ασφαλείς παραδείσους. Χωρίς ψευδαισθήσεις για τα τραπεζικά χρέη (λόγω της Lehman) και σκεπτικοί σε ό,τι αφορά το κρατικό χρέος (εξαιτίας της Ελλάδας), θα προτιμούσαν να τοποθετήσουν τα χρήματά τους στον επιχειρηματικό κλάδο.
"Τα εταιρικά ομόλογα έχουν καταστεί περισσότερο ακριβά και από ορισμένα κρατικά. Σε αρκετές περιπτώσεις οι αποδόσεις είναι χαμηλότερες στον επιχειρηματικό τομέα", υποστηρίζει ο κ. Laurence Mutkin, strategist στο τμήμα επιτοκίων για λογαριασμό της Morgan Stanley.
Ορισμένοι επενδυτές στρέφονται ακόμη και σε junk bonds. Ο κ. Crapanzano σημειώνει: "Δεν είναι λίγες οι φορές όπου οι επενδυτές προτιμούν να είναι τοποθετημένοι σε junk bonds ή σε αναδυόμενες αγορές - όπου νιώθουν ότι οι αποδόσεις είναι αντίστοιχες του κινδύνου. Για παράδειγμα, η Ιταλία προσφέρει απόδοση 3,5% για 5ετείς τίτλους, αλλά υπάρχει πιθανότητα να μην πάρεις τα χρήματά σου πίσω. Τουλάχιστον, με τα junk οι επενδυτές απολαμβάνουν αξιοπρεπείς αποδόσεις".
Το εύρος των επενδυτικών συμπεριφορών και των αποδόσεων και οι πιέσεις σε όλη την αγορά που επιμένουν είναι στοιχεία για την αβεβαιότητα που εξακολουθεί να παρατηρείται και αντανακλούν την πεποίθηση ότι το παρελθόν ήταν χαοτικό, τα παρόν είναι απρόβλεπτο και το μέλλον άγνωστο. Υπό αυτές τις περιστάσεις, η μεταβλητότητα αυξάνεται.
"Η οκταετής πιστωτική αύξηση ακολουθήθηκε από σχεδόν τρία χρόνια κρίσης. Είμαστε τώρα σε μια εποχή ανακάλυψης των τιμών - όπου όλα θα πρέπει να ειδωθούν εκ νέου", λέει ο κ. Mutkin.
Αγορά αγοραστών
Οι εκδότες τίτλων έχουν επίγνωση των τάσεων που αλλάζουν. Εκεί που προ της κρίσης ήταν στην pole position, τώρα βρίσκονται σε μια "αγορά αγοραστών" - μετακύλιση που είχε επιπτώσεις και στη συμπεριφορά τους.
"Οι εκδότες προσπαθούν πραγματικά να διατηρήσουν τις αξιολογήσεις τους και αυτό έχει τεράστια επίπτωση στον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν και προσπαθούν να διαχειριστούν τις οικονομίες τους", λέει ο κ. Giambattista Atzeni της Bank of New York Mellon.
Με άλλα λόγια, οι εκδότες τίτλων, ειδικά των κρατικών, κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να καταστήσουν τους τίτλους τους όσο γίνεται πιο θελκτικούς στους επενδυτές που αποφεύγουν τον κίνδυνο. Οι αντιλήψεις του τι σημαίνει το"χωρίς ρίσκο" έχουν πιθανότατα αλλάξει από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και ένθεν. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις ευελπιστούν ότι οι επενδυτές θα εξακολουθήσουν να θεωρούν τους τίτλους τους "χαμηλού ρίσκου" ώστε να τους βρίσκουν ελκυστικούς.
"Αυτή είναι μία ακτίδα φωτός. Οι αγορές θέλουν να δουν ότι οι κυβερνήσεις θέλουν πραγματικά να μειώσουν τα ελλείμματα. Επιβάλλουν πειθαρχία στις Αρχές και είναι ο μόνος πυλώνας που παρουσιάζεται τόσο ισχυρός, ώστε να μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο", τονίζει ο κ. Wadhwa.
Το διακύβευμα είναι υψηλό. Οι δυτικές κυβερνήσεις προκάλεσαν τεράστια ελλείμματα τα τελευταία χρόνια και ο μόνος τρόπος να τα αποπληρώσουν είναι να εκδώσουν κρατικό χρέος αξίας τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Οι επενδυτές, αρκετοί εκ των οποίων έχουν "καεί", θα αναμιχθούν σε όλο αυτό μόνο στην περίπτωση όπου νιώσουν ασφαλείς.
Η ιδέα του "χωρίς ρίσκο" έχει δεχθεί καίρια πλήγματα. Πλέον, οι εκδότες τίτλων χρέους -είτε πρόκειται για κρατικό είτε για εταιρικό χρέος- προτού ανακτήσουν την επενδυτική εμπιστοσύνη πρέπει να αποδείξουν ότι μπορούν να διαχειριστούν τον κίνδυνο.
"Καμπανάκια" για την πτώση του δολαρίου
"Καμπανάκια" για την πτώση του δολαρίου
Το δολάριο διολίσθησε έναντι των περισσότερων μεγάλων νομισμάτων, (major currencies) προκαλώντας προειδοποιήσεις ότι η αδυναμία της παγκόσμιας αποθεματικής μονάδας θα προκαλέσει αποσταθεροποίηση της διεθνούς οικονομίας και θα υποχρεώσει άλλες χώρες σε ανταποδοτικές υποτιμήσεις, για να στηρίξουν τις εξαγωγές τους.
Οι αυξημένες προοπτικές να διοχετεύσει η Federal Reserve περισσότερο χρήμα στην αμερικανική οικονομία τον επόμενο μήνα, με την πολιτική που είναι γνωστή ως ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing), έστειλαν το δολάριο σε νέα χαμηλά έναντι του κινεζικού ρενμίνμπι (Chinese renminbi), του ελβετικού φράγκου και του δολαρίου Αυστραλίας και σε χαμηλό 15 ετών έναντι του γεν και 8 μηνών έναντι του ευρώ.
Ο δείκτης δολαρίου, που προκύπτει με βάση καλάθι ισοτιμιών, κινήθηκε στα χαμηλότερα φετινά επίπεδα.
Ευρωπαίος αξιωματούχος, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του, δήλωσε ότι ένας περαιτέρω επιθετικός κύκλος νομισματικής χαλάρωσης (monetary easing) από τη Fed θα είναι "ανεύθυνη κίνηση", καθώς θα καταστήσει τα αμερικανικά προϊόντα πιο φθηνά, εις βάρος των ανταγωνιστικών τους.
Ο κ. Simon Derrick, chief currency strategist της BNY Mellon, δήλωσε: "Με δυο λόγια, θα λέγαμε ότι οι ΗΠΑ κερδίζουν τον νομισματικό πόλεμο, καθώς το αδύναμο δολάριο βοηθά την οικονομία τους, αλλά θα ζημιώσει τα άλλα μεγάλα οικονομικά μπλοκ της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Ευρώπης".
Ο υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, κ. Alexei Kudrin, σε συνάντηση με Ευρωπαίους αξιωματούχους, επέρριψε την ευθύνη στις ΗΠΑ, και σε άλλες οικονομίες, για τη διεθνή νομισματική αστάθεια. Δήλωσε ότι ένας λόγος για την αναστάτωση στις αγορές συναλλάγματος "είναι η πολιτική νομισματικής υποστήριξης ορισμένων ανεπτυγμένων κρατών, πάνω απ’ όλα των ΗΠΑ, που προσπαθούν να λύσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα διαρθρωτικά τους προβλήματα".
Οι τιμές των εμπορευμάτων (commodities), τα οποία διαπραγματεύονται κατά βάσιν σε δολάρια, εκτινάχθηκαν σε υψηλά επίπεδα εξαιτίας της πτώσης του αμερικανικού νομίσματος. Ο χαλκός σημείωσε υψηλό τελευταίας διετίας φθάνοντας στα $ 8.490 ο τόννος , ενώ ο χρυσός έφθασε στα $1.387 η ουγγιά (troy ounce).
Πάντως, η ταραχή ήταν περιορισμένη στις αγορές, καθώς οι μετοχές ευνοήθηκαν από τις προσδοκίες μεγαλύτερης ποσοτικής χαλάρωσης. Οι επενδυτές ελπίζουν ότι το φρέσκο χρήμα θα βρει τον δρόμο του προς τις μετοχές.
Ο κ. Robert Parkes, equity strategist της HSBC, δήλωσε: "Η χρηματιστηριακή πορεία ανάκαμψης που ξεκίνησε πέρυσι τον Μάρτιο θα συνεχιστεί".
Το δολάριο διολίσθησε στα 6,6493 ρενμίνμπι, το 0,9461 ελβετικό φράγκο και το 0,9993 δολάριο έναντι του αυστραλέζικου δολαρίου, σε απόσταση αναπνοής από την ισοτιμία. Το αμερικανικό νόμισμα υποχώρησε στα 81 γεν και στο 1,4121 δολάριο έναντι του ευρώ. Προς στιγμήν, ο δείκτης δολαρίου έχανε 1% στις 76,259 μονάδες, τα χαμηλότερα επίπεδα από τον Δεκέμβριο.
David Oakley and Peter Garnham in London and Michael Mackenzie in New York
The Financial Times
Το δολάριο διολίσθησε έναντι των περισσότερων μεγάλων νομισμάτων, (major currencies) προκαλώντας προειδοποιήσεις ότι η αδυναμία της παγκόσμιας αποθεματικής μονάδας θα προκαλέσει αποσταθεροποίηση της διεθνούς οικονομίας και θα υποχρεώσει άλλες χώρες σε ανταποδοτικές υποτιμήσεις, για να στηρίξουν τις εξαγωγές τους.
Οι αυξημένες προοπτικές να διοχετεύσει η Federal Reserve περισσότερο χρήμα στην αμερικανική οικονομία τον επόμενο μήνα, με την πολιτική που είναι γνωστή ως ποσοτική χαλάρωση (quantitative easing), έστειλαν το δολάριο σε νέα χαμηλά έναντι του κινεζικού ρενμίνμπι (Chinese renminbi), του ελβετικού φράγκου και του δολαρίου Αυστραλίας και σε χαμηλό 15 ετών έναντι του γεν και 8 μηνών έναντι του ευρώ.
Ο δείκτης δολαρίου, που προκύπτει με βάση καλάθι ισοτιμιών, κινήθηκε στα χαμηλότερα φετινά επίπεδα.
Ευρωπαίος αξιωματούχος, που ζήτησε να τηρηθεί η ανωνυμία του, δήλωσε ότι ένας περαιτέρω επιθετικός κύκλος νομισματικής χαλάρωσης (monetary easing) από τη Fed θα είναι "ανεύθυνη κίνηση", καθώς θα καταστήσει τα αμερικανικά προϊόντα πιο φθηνά, εις βάρος των ανταγωνιστικών τους.
Ο κ. Simon Derrick, chief currency strategist της BNY Mellon, δήλωσε: "Με δυο λόγια, θα λέγαμε ότι οι ΗΠΑ κερδίζουν τον νομισματικό πόλεμο, καθώς το αδύναμο δολάριο βοηθά την οικονομία τους, αλλά θα ζημιώσει τα άλλα μεγάλα οικονομικά μπλοκ της Κίνας, της Ιαπωνίας και της Ευρώπης".
Ο υπουργός Οικονομικών της Ρωσίας, κ. Alexei Kudrin, σε συνάντηση με Ευρωπαίους αξιωματούχους, επέρριψε την ευθύνη στις ΗΠΑ, και σε άλλες οικονομίες, για τη διεθνή νομισματική αστάθεια. Δήλωσε ότι ένας λόγος για την αναστάτωση στις αγορές συναλλάγματος "είναι η πολιτική νομισματικής υποστήριξης ορισμένων ανεπτυγμένων κρατών, πάνω απ’ όλα των ΗΠΑ, που προσπαθούν να λύσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τα διαρθρωτικά τους προβλήματα".
Οι τιμές των εμπορευμάτων (commodities), τα οποία διαπραγματεύονται κατά βάσιν σε δολάρια, εκτινάχθηκαν σε υψηλά επίπεδα εξαιτίας της πτώσης του αμερικανικού νομίσματος. Ο χαλκός σημείωσε υψηλό τελευταίας διετίας φθάνοντας στα $ 8.490 ο τόννος , ενώ ο χρυσός έφθασε στα $1.387 η ουγγιά (troy ounce).
Πάντως, η ταραχή ήταν περιορισμένη στις αγορές, καθώς οι μετοχές ευνοήθηκαν από τις προσδοκίες μεγαλύτερης ποσοτικής χαλάρωσης. Οι επενδυτές ελπίζουν ότι το φρέσκο χρήμα θα βρει τον δρόμο του προς τις μετοχές.
Ο κ. Robert Parkes, equity strategist της HSBC, δήλωσε: "Η χρηματιστηριακή πορεία ανάκαμψης που ξεκίνησε πέρυσι τον Μάρτιο θα συνεχιστεί".
Το δολάριο διολίσθησε στα 6,6493 ρενμίνμπι, το 0,9461 ελβετικό φράγκο και το 0,9993 δολάριο έναντι του αυστραλέζικου δολαρίου, σε απόσταση αναπνοής από την ισοτιμία. Το αμερικανικό νόμισμα υποχώρησε στα 81 γεν και στο 1,4121 δολάριο έναντι του ευρώ. Προς στιγμήν, ο δείκτης δολαρίου έχανε 1% στις 76,259 μονάδες, τα χαμηλότερα επίπεδα από τον Δεκέμβριο.
David Oakley and Peter Garnham in London and Michael Mackenzie in New York
The Financial Times
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)